Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Ο ΠΕΖΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Λήγοντος του έτους Σεφέρη δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να μνημονεύσω τον τιμώμενο ποιητή, περνώντας όμως στην απέναντι όχθη του έργου του. Παρότι η πρώτη μου συνάντηση με το Σεφέρη έγινε μέσα από τα ποιήματά του, αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω κατ’ οκοινομίαν για τον πεζό του λόγο και είμαι βέβαιος ότι δεν αδικώ στο ελάχιστο τον ποιητικό του λόγο. Ο πεζός Γ. Σεφέρης είναι ο χάρακας που μας οδηγεί, όσο τον κρατάμε σωστά, κατευθείαν στην ποίησή του και στην αποκρυπτογράφησή της. Συμβαίνει κι εδώ ό,τι συμβαίνει με άλλους δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας: τον Παλαμά, τον Ελύτη, κ.α. Τα πεζά έργα του Σεφέρη διαβάζονται ως πλαίσιο που μέσα του τοποθετείται το στέμμα της ποίησης. Κι ενώ φαίνονται επικουρικά έναντι του ποιητικού λόγου (για τον οποίο κατεξοχήν τιμήθηκε ο Γ. Σεφέρης με το βραβείο Νόμπελ), είναι απολύτως σαφές ότι το δοκιμιακό και ημερολογιακό του υλικό διατηρεί τη δική του αυτονομία και δύναμη. Η καθηγήτριά μου στο πανεπιστήμιο Άλκη Νέστορος – Κυριακίδου έδειχνε κάποτε, μας διηγούνταν, την εργασία της επί υφηγεσία στον καθηγητή της. Κι εκείνος απάντησε «Είναι καλή, αλλά θα την ξαναγράψεις, αφού πρώτα διαβάσεις τις «Δοκιμές» του Γιώργου Σεφέρη». Ξεκίνησα ανεκδοτολογικά για να υπερασπιστώ την αυτονόητη επισήμανση: ο πεζός λόγος του Σεφέρη είναι λόγος αυθεντικά ελληνικός που έχει κατορθώσει να συγκεράσει μέσα του όλους τους γλωσσικούς αναβαθμούς των ελληνικών γραμμάτων, από τον Διγενή μέχρι τον Σολωμό, με πάμπολλους ενδιάμεσους σταθμούς: τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου, το Δημοτικό μας τραγούδι, τον Καβάφη, τον Κάλβο, τον Μακρυγιάννη κ.α. Οι Δοκιμές του Σεφέρη, φωτεινό κεφάλαιο της νεοελληνικής κριτικής σκέψης και της ελληνικής και ευρωπαϊκής πνευματικής παράδοσης, μπορούν να διδάξουν πάρα πολλά στον υποψιασμένο αναγνώστη του. Ο Σεφέρης αποδεικνύεται ένας καθαρός κριτικός νους, που δεν λαθεύει εύκολα, ή, κι αν λαθεύει, αφήνει πολύ τίμια ανοιχτό το δρόμο για μια άλλη θεώρηση. Χωρίς να υπακούει σε προκατα-σκευασμένα σχήματα κριτικής, παρακολουθεί νηφάλια το θέμα του, με «συνείδησιν έξυπνην»,όπως θα έλεγε ο Σολωμός. Η αίσθηση που αφήνουν τα δοκίμια του είναι μια τρυφερότητα και αγάπη για τα θέματα που τον ενδιαφέρουν, αλλά ταυτοχρόνως και μια στερεομετρία που δύσκολα επιτρέπει στον αναγνώστη του να μη δεχθεί την άποψή του. Καμιά περίπτωση σχολαστικισμού, στειρότητας. Νιώθεις πως ο Σεφέρης μιλάει, όταν πρέπει να μιλήσει. Ποικίλα θέματα και δημιουργοί περνούν μέσα από τις πυκνές δοκιμιακές του σελίδες, και η κάθε δοκιμή του για πρόσωπο ή θέμα, έχει το χαρακτήρα μιας ολοκληρωμένης μονογραφίας, με εντελώς σφιχτό και συστηματικό πυρήνα. Ενδεικτικά μόνο μερικά θέματα των δοκιμών του: Έλιοτ, Κάλβος, Μακρυγιάννης, Κορνάρος (Ερωτόκριτος), Καβάφης, Σολωμός, Παλαμάς, αλλά και διάλογος για την ποίηση, Δελφοί, η γλώσσα στην ποίηση, τα μοναστήρια της Καππαδοκίας κ.α. Όπως και στην ποίηση, και στον πεζό του λόγο διαφαίνεται ο ώριμος δημιουργός: ανοίγει τις κεραίες του και ό,τι εισπράττουν το ανασυνθέτει και το μεταπλάθει σ ένα δικό του γόνιμο και καλλιεπή λόγο. Η γλώσσα του, μια χορτασμένη δημοτική γλώσσα, δεν ακκίζεται, δεν αυτοναρκισσεύεται. Φαίνεται εντελώς κατακτημένη και πειθήνια στα κελεύσματα του δημιουργού της. Φαίνεται όμως ταυτόχρονα και ο αφομοιωμένος επηρεασμός από τη γλώσσα άλλων δημιουργών, όπως ο Κορνάρος, ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός κ.α. «Ζήτησα το καλύτερο…» σημειώνει στην αρχή των δοκιμών του «εννοούσα πως ήθελα περισσότερη συγκέντρωση στην ακρίβεια, περισσότερη μελέτη της ελληνικής έκφρασης», και παρακάτω, στον ίδιο πρόλογο των δοκιμών, «όποιος δεν αγωνίζεται γαι να κυριαρχήσει το υλικό του, δεν είναι τεχνίτης και η ευαισθησία του είναι λειψή». Δεν μπορεί βεβαίως κανείς να αρνηθεί, με δεδομένη την αγάπη του για το λόγο, πως ο Σεφέρης υπήρξε ένας λαμπρός φιλόλογος, με όλη την αυστηρότητα του ορισμού αυτού. Η εξαιρετική του επάρκεια και ευαισθησία στη γλώσσα έδωσε δείγματα φιλολογικής ανάλυσης υψηλού επιπέδου. Στο δοκίμιό του «μονόλογος πάνω στην ποίηση» κατορθώνει να ορίσει με ακρίβεια χειρουργού τις διαφορετικές χρήσεις της γλώσσας, η οποία, ενώ στις περισσότερες χρήσεις της είναι αντικειμενική, στην ποίηση αποκτά συγκινησιακό χαρακτήρα και μπορεί έτσι μέσω του κοινού συναισθήματος να προσεγγίσει τον αναγνώστη. Στους εφτά τόμους του προσωπικού του ημερολογίου (Μέρες α-ζ) και στους δύο τόμους του πολιτικού του ημερολογίου, μπορεί κανείς να ανακαλύψει ένα ολόκληρο και σχεδόν ολοκληρωμένο ψηφιδωτό, τόσο του Σεφέρη, όσο και της πνευματικής ζωής της Ελλάδας και της Ευρώπης εν γένει. Μέσα από τις σελίδες των ημερολογίων του ζει κανείς από τα πιο ασήμαντα φαινομενικά, μικρά περιστατικά, μέχρι τις βαθύτερες ,εντελώς φιλολογικού τύπου, παρατηρήσεις για ζητήματα της μετάφρασης, της γλώσσας, της σχέσης μας με το αρχαιοελληνικό κείμενο, της φύσης της κριτικής κ.α. Η άποψή του αίφνης για τη μετάφραση: «Ίσως στις κακές μεταφράσεις (κακές ορισμένου είδους) το ύψος του πρωτοτύπου να φαίνεται καλύτερα (η τέλεια μετάφραση είναι άλλο έργο)».(Μέρες, Α΄). Και για την κριτική, που τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ως είδος λόγου: «η κριτική στην Ελλάδα είναι υδροκέφαλη΄ πηγάζει από θεωρίες, φιλοσοφίες, μεταφυσικές΄ είναι αφηρημένη, δεν έχει τραφεί από έργα, ίσως γιατί είναι τόσο λίγα. Έτσι που είναι τα πράγματα, μοιάζουμε να θέλουμε να πάμε από την κριτική στη δημιουργία, όχι από τη δημιουργία στην κριτική. Η κριτική μας, τέτοια που είναι, όταν την εφαρμόζουμε στην καθημερινή παραγωγή, μοιάζει με το πουκάμισο ενός μεγάλου που θα θέλαμε να το φορέσουμε σ’ ένα νήπιο.» (Μέρες Α΄). Τα δοκίμια και τα ημερολόγια του Σεφέρη άφησαν ισχυρά τα ίχνη του στις κορυφογραμμές της νεοελληνικής γραμματολογίας και ανέδειξαν έναν αστερισμό στα ελληνικά γράμματα΄ σ’ αυτό τον αστερισμό μυηθήκανε πάμπολλοι άνθρωποι που ασχολήθηκαν έκτοτε με τα γράμματα. Με την άψογη φιλολογική του ματιά, με την εκλεπτυσμένη ποιητική του φυσιογνωμία καθιέρωσε έναν τρόπο γραφής, που αποδείχτηκε και στην ποίησή του ιδιαιτέρως εμπράγματος. Ο ίδιος καταλάβαινε τον τελικό σκοπό της ποίησης, που είναι η δημιουργία. «Στερνός σκοπός» έγραφε στις δοκιμές του (τόμος Α΄) «του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα, αλλά να τα δημιουργεί περιγράφοντάς τα». Αντιλαμβάνονταν όμως σαφώς και τη δυσκολία να γράψεις ποιήματα, όταν με απόλυτο και ξεκάθαρο τρόπο έγραφε στον 5ο τόμο του ημερολογίου του: «πιο δύσκολο να συμπληρώσεις ένα στίχο παρά να σηκώσεις ένα βράχο». Από τις παραπάνω και πολλές ακόμα παραπομπές αισθανόμαστε πως το πεζό έργο του Σεφέρη λειτουργεί ως υπόστρωμα για την κατανόηση και αποκρυπτογράφηση του ποιητικού του έργου.Ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, όπως είναι ο Γ. Σεφέρης στην ποίηση, πρέπει να προσεχθεί σε πάρα πολλά επίπεδα, διότι υπάρχουν ποικίλες προεκτάσεις, που, αν δεν προσεχθούν, εύκολα μπορούν να ξεστρατίσουν κάποιον στα συμπεράσματά του. Μέσα από το πεζό έργο του κατανοούμε καλύτερα τις αφετηρίες και αφορμές του ποιητικού του έργου, τους μηχανισμούς παραγωγής της ποίησής του. Εντελώς σχηματικά, να μερικές από τις συντεταγμένες που προκύπτουν από την ανάγνωση του πεζού του έργου και δίνουν ασφαλές στίγμα και για την ποίησή του: α) η βαθιά του γνώση και ευαισθησία στα κλασικά ελληνικά γράμματα. «Διαβάζω της Μαρώς Προμηθέα», γράφει στις Μέρες (τομ. Δ΄) «αγωνιζόμουνα να κρατήσω τους λυγμούς». β) η καταγωγή του απο τη Σμύρνη κι ο καημός του για τη γενέτειρα. γ) ο σταθερός ευρωπαϊκός προσανατολισμός του και η εντρύφησή του σε Ευρωπαίους ποιητές και διανοητές, όπως ο Σαίξπηρ, ο Δάντης, ο Ελιοτ, ο Ώντεν, ο Ελυάρ, ο Μαλλαρμέ, ο Μποντλέρ, ο Ουώλτερ, αλλά κι ο Μαγιακόφσκι, ο Λόρκα κ.α. δ) η πολιτική του καριέρα ως διπλωμάτη σε διάφορες πρεσβείες ξένων χωρών, χώρο από τον οποίο αντλούσε όχι ιδιαίτερα θετικά βιώματα, ε) η Ελλάδα που κουβαλούσε μέσα του, αφού έλειψε για χρόνια, λόγω της ιδιότητάς του, στο εξωτερικό. Γι’ αυτό μονολογεί στο ημερολόγιό του (Μέρες Β΄): «Η σκέψη μου απλωμένη σ’ όλο μου το κορμί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα΄ ίσως γι’ αυτό μπόρεσα να γράψω, σοβαρά, ποιήματα». Ο Γ. Σεφέρης πίστευε πως το υλικό του ποιητή είναι οι λέξεις. Αν δεν κταταφέρεις να τιθασεύσεις αυτό το υλικό, τότε η ποίηση είναι κενό γράμμα. Για τούτο και μόχθησε πολύ το ποιητικό αυτό εργαλείο να το τελειοποιήσει στο εργαστήριο τού πεζού του λόγου΄ να ακονίσει το λεπίδι του όσο γίνεται καλύτερα, ώστε να κόβει απλά και σταράτα το «υλικό» του κόσμου και της εποχής του. Για τον λόγο τούτο δεν μπορούσε να καταλάβει τους ποιητές που αδυνατούν να εκφραστούν στο πεζό : «είναι θέμα για σοβαρή μελέτη αυτή η αδυναμία των ποιητών μας να εκφραστούν στο πεζό. Κοίτα τον Σικελιανό΄ ο Μαλακάσης ούτε μια γραμμή πρόζα δεν μπορούσε να σύρει. Πρόχειρα θα έλεγε κανείς πως «τα φτερά τους τούς εμποδίζουν να περπατήσουν»΄ αλλά γιατί είναι όλη την ώρα μπερδεμένοι μέσα στα φτερά τους; Ο Σολωμός, δεν του έλειπαν τα φτερά΄ όμως είναι πρώτης γραμμής πεζογράφος.» (Μέρες Ε΄). Θα ήθελα να καταλήξω, χωρίς ποσώς να μειωθεί το ποιητικό του έργο, πως ο Γ. Σεφέρης κατέστησε τον πεζό του λόγο θύλακα της ανα-γέννησης του ποιητικού του λόγου και μας έκανε κοινωνούς ενός σημαίνοντος έργου εν προόδω, τόσο στην Έλλάδα, όσο και στην Ευρώπη. Αν σήμερα μπορούμε να μιλάμε για ένα αναγνωρίσιμο πεδίο πνευματικής Ελλάδας, το οφείλουμε εν πολλοίς στην οξυνούστατη κριτική σκέψη και στην ευαισθησία του Γιώργου Σεφέρη. Γ. Α. ΚΟΝΤΌΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου