Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Μια αιωνιότητα και μια μέρα - 1998 (Θόδωρος Αγγελόπουλος)

Το κείμενο που ακολουθεί είχε δημοσιευθεί παλιότερα στο περιοδικό «Παρέμβαση» της Κοζάνης. Κατατίθεται και εδώ, ως μικρό μνημόσυνο στη μνήμη του λογίου σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου, του οποίου η μοίρα υπήρξε φρικτή. Η Αιωνιότητα μιας μέρας Ο κινηματογράφος του Θ. Αγγελόπουλου μας συνήθισε στην ποιητική όραση. Είναι σκηνές, που απαιτούν άσκηση (αν όχι κι ασκητικότητα) κι όχι χαλάρωση για προσώρας απόλαυση. Η πραγματική απόλαυση χύνεται μέσα σου, όταν αρχίσει να κατακάθεται εντός σου η ιδέα του έργου. Η αισθητική άλλωστε ηδονή είναι προϊόν επίπονων διεργασιών. Στη βραβευμένη του ταινία η ποιητική ατμόσφαιρα (ποιητικήν ατμοσφαίραν τη λέει ο Σολωμός) είναι πρόδηλη και προδηλωμένη. Η ποίηση είναι η σχεδία που μας ταξιδεύει στο χρόνο του έργου και στο χρόνο του κόσμου. Τρία μικρά παιδιά στην παραλία, μπροστά από ένα αρχοντικό σπίτι του περασμένου αιώνα, βουτάνε στη θάλασσα. Στον πάτο της ανακαλύπτουν απομεινάρια, σπασμένες κoλώνες και μάρμαρα, ό,τι απέμεινε από αρχαία πόλη, που κάποτε υπήρχε, βυθίστηκε όμως με τον καιρό. Νά είναι άραγε η χαμένη Ατλαντίδα, όπως την περιγράφει ο Πλάτωνας; Σίγουρα, είναι η έκταση του χρόνου προς τα πίσω και προς τα μπρος' τα παιδιά, που είναι το αύριο,παίρνουν στα χέρια τους το χθες (την προαιώνια πόλη). Ακούγεται ξάφνου η φωνή του πρωταγωνιστή, του Αλέξανδρου: "Τι είναι ο χρόνος;" και η απάντηση από άλλο παιδί: "Ο παππούς μου λέει ότι χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεντόβολα στην άκρη της θάλασσας". Η ηρακλείτεια αυτή φράση (διότι παππούς δεν είναι άλλος από τον Ηράκλειτο) σημαίνει και την εμπλοκή του σκηνοθέτη στο χρόνο: το τώρα και το χθες, το στιγμιαίο και το άπειρο. Στην αφηγηματική συγχρονία: ο πρωταγωνιστής Αλέξανδρος, ένας εξηνταπεντάρης ποιητής, πάσχει από ανίατη ασθένεια. Η ιδέα του αναπότρεπτου προκαλεί την περιπέτεια του χρόνου. Θυμάται και ζει, ζει και θυμάται. Ζει το ξεπούλημα του σπιτιού του στη θάλασσα από την κόρη του. Θυμάται πολλές όμορφες ανθρώπινες στιγμές: γλέντια, κοσμικότητες, τις ερωτικές του στιγμές, την ομορφιά μιας καλοκαιρινής μπόρας, όλα αυτά χαμένα και χωμένα στην αχλύ του χρόνου. Ακροβασία, ένα ανεπαίσθητο ξεγλύστριμα από το σήμερα στο χθες και τανάπαλιν. Δύσκολα ξεχωρίζει κανείς ποιο είναι το χθες και ποιο το σήμερα. Η διαχρονία αυτή συγκροτεί όλη τη ζωή του πρωταγωνιστή και δίνει το αίσθημα της συνέχειας, του συνεχούς καλύτερα, όπου το χθες και το σήμερα αλληλοπεριχωρούνται. Η μοίρα του τον συνδέει μ' ένα μικρό βορειοηπειρώτη, παιδί των φαναριών. Δένεται μαζί του ανεξήγητα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Βιάζεται να ξεφορτωθεί τον μικρό ξένο, να τον εξορίσει, να τον βγάλει από τα όρια της ζωής του, από τον λιγοστό του χρόνο. Ανακαλύπτει συν τω χρόνω ότι του είναι απαραίτητος ο μικρός. Για τούτο θέλει να προστατέψει το παιδί, να το φυλάξει. Εκείνο όμως πολλές φορές του ξεφεύγει. Ο χρόνος ξεγλιστρά μέσα απ' τα χέρια του. Νιώθει αυτόν τον συμβολισμό. Ο μικρός του φίλος τού φαντάζει ασυντέλεστος χρόνος, η προσδοκία της ζωής, το όνειρο φρέσκο και ελπιδοφόρο. Απ' την άλλη πλευρά συναισθάνεται τη δική του, τραγική τελεσιδικία: ο συντελεσμένος χρόνος, που ήδη δαπανήθηκε. Χαίνει μπροστά του η πρόκληση του βιολογικού τέλους. Ο Αλέξανδρος γνωρίζει το τέλος του. Είναι αυτή η μια μέρα, το αύριο. "Τι είναι το αύριο;", θυμάται ότι ρώτησε κάποτε τη γυναίκα του. "Τι είναι το αύριο, Άννα;" "Μια αιωνιότητα και μια μέρα" απάντησε εκείνη. Τη μια μέρα ήδη την ξόδευε' του απόμεινε μια αιωνιότητα. Το τράνταγμα είναι ισχυρό. Τον σπρώχνει οριστικά προς τα πίσω. Η νοσταλγία, η επιστροφή στην προηγούμενη ζωή, σαν σε αργό κινηματοργαφικά γύρισμα (άλλωστε για κινηματογράφο πρόκειται) περνάει από το νου του ποιητή και εμβαπτίζεται στην κολυμπήθρα της ποίησης. Η κοντινή του μνήμη τον επαναφέρει στην προσωπική του ζωή, στη μάνα του και στη γυναίκα του, που δεν υπάρχουν πια. Η μακρινότερη μνήμη, που γίνεται όραμα τόσο ζωντανό και ψηλαφητό, τον βοηθά να αναζητήσει την αιωνιότητα. Ένας άλλος κάτοχος της αιωνιότητας, ο Διονύσιος Σολωμός, έρχεται κοντά του, όραμα παραμυθίας. Κι εκείνος (ο Σολωμός) έκτιζε στον πρόσκαιρο βίο του την αιωνιότητα με "ευτελή" λαϊκά υλικά, τις λέξεις, που αγόραζε απ' τους απλούς ανθρώπους. "Αλαφροϊσκιωτε", "άβυσσος", "δροσιά", "άγνωρον". Πολλά άλλωστε ποιητικά σήματα (σήματα αιωνιότητας) διατρέχουν ολόκληρο το έργο: "έχω μια γεύση αλμύρας, θάλασσας στο στόμα" ψιθυρίζει κάπου ο Αλέξανδρος, κι ο συνειρμός του μας οδηγεί στον Ελύτη. Το δημοτικό τραγούδι του ξενιτεμένου, που τραγουδάει το μικρό παιδί, μας πάει στη δημοτική ποίηση, ενώ ένας μονόλογος της Άννας καταλήγει μ' ένα τρίστιχο του Ρίλκε : "Σε κοιτάζω με κλειστά τα μάτια, /σ' ακούω με τ' αυτιά σφραγισμένα./ Χωρίς στόμα σε παρακαλώ." Αυτή τη γεύση του αιώνιου δίψασε ο δικός μας ποιητής κι αυτή θέλησε να κυνηγήσει. Τον ρωτά κάποτε ο μικρός του φίλος: "Σε βλέπω να χαμογελάς, αλλά είσαι λυπημένος. Να σου φέρω λέξεις;", ήγουν να σου φέρω τα υλικά της αιωνιότητάς σου; Κι αυτός έπαιξε το παιχνίδι, όσο σεργιανούσε στον κόσμο. "Αγόρασε" από τον μικρό του φίλο, το παιδί - χρόνο, τα δικά του υλικά για την αιωνιότητα: "κορφούλα μου", "ξενίτης", "αργαδινή". Tο παιδί -χρόνος είναι ποίηση ή ξέρει από ποίηση. Παιχνίδια του χρόνου δηλαδή. Τα όρια του χρόνου είναι τελικά απεριόριστα. Αυτόν το συγκλονισμό βίωνε στα τελευταία του. Αρχή και τέλος συμφιλιώνονται. Όμως έρχεται η στιγμή που το παιδί πρέπει να φύγει. Και τότε η απελπισία του ποιητή: "μείνε μαζί μου", "αργαδινή" απαντά το παιδί, πολύ αργά. "Πρέπει να φύγω γιατί και συ θα φύγεις και δεν έχω άλλον". "θάχεις", συμπληρώνει ο ποιητής, "θάχεις το μεγάλο ταξίδι σε λίγο, τα λιμάνια, τον κόσμο" (συνειρμός Καβάφη). Ο ποιητής επιστρέφει μόνος. Το αυτοκίνητο σταματά στο φανάρι. Ανάβει πράσινο, μα το αυτοκίνητο ακινητεί. Αρχίζει να χαράζει. Είναι το αύριο; Πόσο κρατάει το αύριο; Το έχει αποφασίσει, δεν θα μπει στο νοσοκομείο. "Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος..." Εδώ σταματά ο χρόνος και για τον πρωταγωνιστή και για την ταινία. Ο ποιητής στέκεται μπροστά στη θάλασσα και πετάει στην απεραντοσύνη της μία-μία τις "αγορασμένες" λέξεις του : "κορφούλα μου", "ξενίτης", "αργαδινή". Ο σκηνοθέτης δεν μας δείχνει την εξέλιξη του πρωταγωνιστή. Είναι ήδη μπολιασμένος με την αιωνιότητα της ποίησης και της ζωής; Το αύριο, η μία μέρα κρατά μιαν ολόκληρη αιωνιότητα. Αρκεί να το πιστέψεις και να την αποδεχθείς. Όσο για τους ιστορικούς και κοινωνικούς συνειρμούς του έργου πρέπει να δεχθούμε ότι εδώ χρησιμοποιούνται κατά σύμβασιν. Τόσο το όνομα Αλέξανδρος (άλλος ένας αιώνιος), με τις αυτονόητες εθνικές του συνηχήσεις, όσο και τους μικρούς Αλβανούς μετανάστες, που εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως οι επιτήδειοι, τους χρησιμοποιεί κατά περίπτωση ο σκηνοθέτης. Παρεμπιπτόντως θα λέγαμε. Υπάρχει και η επικαιρότητα... Έχω την εντύπωση πως δεν μπορεί κανείς να δει την ταινία με τη συμβατική ματιά, που θα έβλεπε κάποιες άλλες ταινίες. Δεν μιλάμε εδώ για τη φυσική εξέλιξη μιας ιστορίας, με αρχή, μέση και τέλος. Μιλάμε για τη διαχρονία της ποίησης και της φιλοσοφίας: για την αγωνιώδη εν γένει προσπάθεια του ανθρώπου να νικήσει το χρόνο, άρα και το θάνατο. Πετυχαίνει ο Αλέξανδρος την αθανασία ένα βήμα πριν το θάνατό του; Αυτό είναι ένα τεράστιο ερωτηματικό. Μετά, τα πεντόβολα του χρόνου παραδίδονται στο θεατή... Υ.Γ.1 Ο Θ. Αγγελόπουλος τίμησε με τον καλύτερο τρόπο την επέτειο των διακοσίων χρόνων (1798 -1998) από τη γέννηση του Σολωμού. Υ.Γ.2 Η ταινία γυρισμένη πάλι σε βορειοελλαδικά τοπία. Να σημαίνει άραγε αυτό ένα είδος έμπνευσης για το δημιουργό;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου