Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

Ποια είναι η σχέση λογοτεχνίας και φιλολογίας;
Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει πρώτα ν' απαντήσουμε τι είναι λογοτεχνία και τι είναι φιλολογία. Και πρώτα η λογοτεχνία. Δεν ξέρω αν η λογοτεχνία από την αρχαιότητα διεκδικούσε τον δικό της κλειστό χώρο, την ιδιαιτερότητά της. Παρότι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, από διαφορετική αφετηρία ο καθένας, επιχείρησαν να ταξινομήσουν τα είδη του λόγου, έχω την εντύπωση ότι η όραση των φιλολόγων (από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους μέχρι τους σύγχρονους) στα αρχαία κείμενα ήταν ενιαία, χωρίς να επιτρέπει συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις για κάθε είδος σ' ό,τι αφορά τη λογοτεχνία. Έτσι, παρότι έχουμε λογοτεχνικά κείμενα της αρχαιότητας (π.χ. επική - δραματική ποίηση) πολύ συχνά αντιμετωπίζονται συλλήβδην σαν αρχαία κείμενα. Λείπει δηλαδή η ματιά εκείνη που διακρίνει τη λογοτεχνικότητα σ' ένα κείμενο από κάποιο άλλο, που δεν διαθέτει λογοτεχνικότητα.
Τα κλασικά κείμενα καθιερώθηκαν στην ιστορία του λόγου μας ως "Γράμματα" (litera) και μέσα σ' αυτόν τον ευρύ όρο περιλήφθηκαν όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Εδώ θα συναντήσουμε τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα, αλλά και τον Αισχύλο΄ εδώ τον Τάκιτο, τον Κικέρωνα, αλλά και τον Οβίδιο. Με βάση τον όρο "Γράμματα" καθιερώθηκαν και οι παράγωγοι όροι "Γραμματεία" (το σύνολο των αρχαίων κειμένων) και "Γραμματολογία" ( η ενασχόληση και διερεύνυση των κλασικών μας, όπως ονομάστηκαν, γραμμάτων).
Η διερεύνυση των κειμένων αυτών (των κλασικών γραμμάτων) έγινε και γίνεται εν πολλοίς με μια ιστορικοφιλολογική προσέγγιση. Αυτό σημαίνει ότι ανιχνεύουμε το βίο του συγγραφέα, την ιστορική ένταξη του έργου του, τη γλώσσα, το γραμματολογικό πεδίο, στο οποίο εντάσσεται το συγκεκριμένο έργο που μελετούμε. Αυτή η κλασικότερη φιλολογική ματιά δυσχέραινε ή απέτρεπε τη διείσδυση στα λογοτεχνικά στοιχεία, στις λογοτεχνικές αρετές ενός κειμένου και έμενε κατ' ανάγκην σε "εξωτερικά" χαρακτηριστικά του.
Ένας ισχυρός λόγος για ν' αντιμετωπίζουμε μ' αυτόν τον τρόπο την κλασική λογοτεχνία είναι η αιωνιότητα (αλλά και η καθολικότητα) των αισθητικών κανόνων οι οποίοι της αποδίδονται. Δεν είναι εύκολο, λόγω της χρονικής απόστασης, αλλά και της δυσκολίας της γλώσσας (αρχαία μορφή τους) να επιχειρήσει κανείς ν' αναθεωρήσει τη γλωσσική και αισθητική επιφάνεια των μεγάλων κλασικών έργων. Μοιραία λοιπόν - και το βλέπουμε αυτό και στη διδακτική πράξη - μένουμε στην ανάλυση και διδασκαλία αξιακών και ιδεολογικών φορτίων αυτών των κειμένων. Η λογοτεχνικότητά τους παραμένει δευτερεύον ή τριτεύον ζητούμενο (αν αναζητάται κάποια στιγμή). Πρωτίστως δείχνουν να μας ενδιαφέρουν η ιστορία, οι αξίες, η ιδεολογία (ή τα ιδεολογήματα) που κουβαλούν τα κλασικά κείμενα.
Μετά τον 19ο αιώνα και μέχρι σήμερα η τεράστια παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων (κυρίως πεζών) στην Ευρώπη και δειλότερα στην Ελλάδα, επαναπροσδιόρισε τη σχέση λογοτεχνίας και φιλολογίας. Μεγάλα έργα (που έγιναν σήμερα πια κλασικά) και μεγάλοι συγγραφείς υποχρέωσαν το διαφορετικό και επιμελέστερο κοίταγμά τους. Η σύγχρονη λογοτεχνία ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Η παγκοσμιότητα των λογοτεχνικών έργων (βοηθούσης και της μετάφρασης), οι ποικίλες ιστορικές και γεωγραφικές αφορμές, η σχετικότητα της αισθητικής του λογοτεχνικού έργου, προαπαιτούν άλλου τύπου φιλολογία. Ο κόσμος μας έγινε πολύ πιο σύνθετος.
Η φιλολογία δέχθηκε την πρόκληση και μετασχηματίστηκε. Μιλάμε όχι για τη φιλολογία της κλασικής μορφής, αλλά γι' αυτό που θα το ονόμαζα ερμηνευτική φιλολογία. Αυτό σημαίνει ότι αξιοποιούμε την ιστορικοφιλολογική προσέγγιση, τη γραμματολογία (διότι μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για ένα έργο), αξιοποιούμε τη συγκριτική φιλολογία (διότι μέσω της σύγκρισης με άλλα έργα ή εθνικές λογοτεχνίες προσδιορίζουμε καλύτερα την ταυτότητα ενός λογοτεχνικού έργου) και οδηγούμαστε μ' όλα αυτά στην ερμηνεία ή τις ερμηνείες του λογοτεχνικού έργου.
Η μοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας στηρίχτηκε σ' ένα πολύ απλό αξίωμα. Κάθε αναγνώστης, από τον απλό και ανυποψίαστο μέχρι τον πιο καταρτισμένο μελετητή, όταν διαβάζει ένα λογοτεχνικό έργο, επιχειρεί μέσα του μιαν ερμηνεία και μιαν αξιολόγηση του κειμένου. Μια παλιότερη άποψη υποστήριζε ότι η ερμηνεία πρέπει να προσανατολίζεται στην ανακάλυψη ενός προϋπάρχοντος νοήματος, το οποίο δινόταν από το συγγραφέα ή από το κείμενο. Το συγκεκριμένο όμως αυτό και οριστικό νόημα περιόριζε και φαλκίδευε τη νοηματική προσέγγιση. Ήταν μονομερές.
Νεότερες απόψεις στην ερμηνευτική φιλολογία έφεραν μια καινούργια προοπτική στο λογοτεχνικό κείμενο. Ένα κείμενο είναι αδύνατον να "λέει" μόνο ένα πράγμα, να κουβαλά μόνο ένα νόημα. Οι ερμηνείες λοιπόν μπορεί να είναι πολλαπλάσιες και έχουν να κάνουν με τα φορτία γνώσεων, μεθοδολογίας, αισθητικής κλπ., που κουβαλά κάθε αναγνώστης. Η νέα θεωρία αλλάζει εντελώς το πλάνο. Ο αναγνώστης γίνεται de facto μέρος μιας μαγικής διαδικασίας: σύλληψη, συγγραφή, ανάγνωση, πρόσληψη ενός κειμένου. Με τον τρόπο αυτό τα στοιχεία ενός κειμένου, όπως η λογοτεχνικότητά του, η πρόθεση του συγγραφέα, η αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, η πρόσληψη του νοήματος κάθε φορά (με κάθε ανάγνωση και κάθε αναγνώστη) τίθενται εν αμφιβόλω, επαναπροσδιορίζονται και ξανακοιτιούνται. Προκύπτουν πολλά νοήματα και πολλές κατανοήσεις. Αυτό άλλωστε είναι και το χρέος κάθε φιλολόγου - ερμηνευτή: να μπορεί να κοιτά με καινούργια ματιά κάθε φορά ένα κείμενο με δεδομένες τις αλλαγές στην εποχή, τις νέες γνώσεις, τη νέα αισθητική κλπ. Η θεωρία της λογοτεχνίας με όλα τα πολύτιμα συμπεράσματά της αποτελεί την επιστημολογία των γραμμάτων μας. Έτσι προκύπτουν πολλαπλά οφέλη από την επαφή μας με το λογοτεχνικό κείμενο.
Φτάσαμε ήδη στο ρόλο του αναγνώστη, τον οποίο και άλλη φορά έχουμε σχολιάσει. Ένα κείμενο (ποίημα ή πεζό) ολοκληρώνεται (αν ολοκληρώνεται ποτέ ένα κείμενο), όταν ο αναγνώστης, εμπειρικός ή μελετητής, το διαβάσει και επιχειρήσει τη δική του ερμηνεία. Και η ερμηνεία αυτή κάθε φορά μπορεί να διαφοροποιείται ή να διευρύνεται. Εδώ μπαίνει ο ρόλος του μελετητή - φιλολόγου. Τι μπορεί να κάνει ένας φιλόλογος; Μπορεί, με τη μεθοδολογία και το γραμματολογικό του εύρος να βοηθήσει τους μαθητές του να φθάσουν σε μια ερμηνεία, συλλογική ή ατομική. Να τονιστεί ότι ο φιλόλογος δεν είναι κριτικός, δεν επιχειρεί κριτική ενός έργου. Η κριτική στοχεύει στο κείμενο, κρίνει θετικά ή αρνητικά ένα κείμενο. Η φιλολογική ερμηνεία, με αφορμή το κείμενο, στοχεύει στην καθολικότητα, στο γενικό. Η κριτική κρίνει ένα έργο, ενώ η φιλολογία εξηγεί την πρόθεσή του, το ερμηνεύει για να προκύψουν οφέλη και γενικά συμπεράσματα.
Συχνά ωστόσο σ' αυτό το σημείο τίθεται η ένσταση ότι καραδοκεί η αυθαιρεσία του αναγνώστη ή του φιλολόγου (ένας λόγος παραπάνω). Κάποιοι μάλιστα διατείνονται ότι "καθ' ύλην" αρμόδιος να "διδάξει" την ερμηνεία του κειμένου του είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Πριν λίγους μήνες στο βήμα (25 Απριλίου 2004) ο φιλόλογος και ποιητής Μ. Σουλιώτης, για να υποστηρίξει μια τέτοια άποψη, έγραφε: "στην εκπαίδευση διδάσκουν τη λογοτεχνία οι άμοιροι λογοτεχνικής γραφής δάσκαλοι και φιλόλογοι, που είναι αναλυτές-ερμηνευτές, ενώ εξαιρούνται οι συγγραφείς και ποιητές που έχουν την άμεση δημιουργική εμπειρία". Σε κατοπινό του άρθρο (23 Μαΐου 2004) ο Μ. Σουλιώτης "διόρθωσε" κάπως την άποψή του, γράφοντας: "υποστηρίζω ότι η παρουσίαση της λογοτεχνίας από τους ίδιους τους συγγραφείς μέσα στη σχολική τάξη θα λειτουργούσε παραπληρωματικά προς την επιστημονική - διδακτική οπτική των επαγγελματιών μελετητών της γραμματείας μας, των φιλολόγων". Δεν βρίσκω ολοκληρωμένη ούτε την αρχική, ούτε τη "διορθωμένη" άποψη του Μ. Σουλιώτη. Ευχής έργον βέβαια θα ήταν η παρουσία των δημιουργών στη σχολική διδασκαλία (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο ή και απίθανο). Κατά τα άλλα ο δημιουργός μπορεί να μεταδώσει το σπίρτο, την ευαισθησία του, το αίσθημα δημιουργίας για το έργο του ή για τη λογοτεχνία εν γένει. Αν όμως είναι άμοιρος φιλολογίας τότε δεν είναι εύκολο να διδάξει το κείμενο άλλου δημιουργού, ασφαλώς ούτε και το δικό του.Άλλωστε προαπαιτούμενο για την ερμηνεία είναι η απόσταση από ένα έργο, ώστε να μπορείς να το ψηλαφήσεις.
Ο Antoine Compagnon παραλληλίζει τη δημιουργική γραφή με την οδήγηση και τη θεωρία της λογοτεχνίας με τη θεωρία της οδήγησης. Δεν χρειάζεται ο Σουμάχερ (άριστος οδηγός) να διδάξει τη θεωρία της οδήγησης. Υπάρχουν άλλοι ειδικοί για το αντικείμενο. Η θεωρία της λογοτεχνίας δεν διακανονίζει τη λογοτεχνία, δεν μας μαθαίνει να γράφουμε (καλή) λογοτεχνία. Απλώς, οργανώνει τη λογοτεχνία (ποίηση ή πεζό) ως προς τους κωδικούς της.
Αν ένα λογοτεχνικό κείμενο, που προκύπτει, ως γνωστόν, από έμπνευση, "αναλυόταν" από τον ίδιο το δημιουργό του θα κινδύνευε να μείνει εξαιρετικά "φτωχό", διότι δεν θα προσλάμβανε τα "ιχνοστοιχεία" του αναγνώστη, αφού δεν λειτούργησε όλη αυτή η διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω. Ο αναγνώστης, και δη ο μελετητής, μπορεί να προσθέσει στοιχεία - ερμηνείες που, είτε ήταν στην πρόθεση του συγγραφέα, είτε όχι. Υπάρχει δηλαδή μια διείσδυση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη και τανάπαλιν.
Ο Ουμπέρτο Έκο, με την έκρηξη του δημιουργού και τη σοφία του επαρκέστατου θεωρητικού, μας περιγράφει μια προσωπική του εμπειρία: "Έχω διαβάσει ερμηνείες στις οποίες οι κριτικοί μου ανακάλυπταν πηγές των οποίων είχα πλήρη επίγνωση, και ήμουν πολύ ικανοποιημένος που με τόση πανουργία εύρισκαν εκείνα που, με τόση πανουργία, είχα κρύψει για να τους αναγκάσω να τα βρουν΄ διάβασα όμως και για πηγές που μου ήταν παντελώς άγνωστες και ένιωσα ευχάριστα ένοχος για το γεγονός ότι κάποιος θα πίστευε ότι τις είχα παραθέσει με την πονηριά του ευρυμαθούς. Διάβασα κριτικές αναλύσεις όπου ο ερμηνευτής ανακάλυπτε επιδράσεις των οποίων δεν είχα συνείδηση ενόσω έγραφα, που ασφαλώς όμως είχα επεξεργαστεί στη μνήμη μου, διότι ξέρω ότι στην εφηβεία μου είχα διαβάσει τα συγκεκριμένα κείμενα".
Αυτό που μόλις διαβάσαμε δεν είναι παρά ένα παιχνίδι μεταξύ δημιουργού και αναγνώστη, στο οποίο οι προσθαφαιρέσεις λειτουργούν προς όφελος της λογοτεχνίας και των μηνυμάτων της. Σ' αυτό το όμορφο παιχνίδι καλείται να παρίσταται και η φιλολογία. Η φιλολογία, που δεν είναι παρά η επιστημολογική ενασχόληση με το λόγο, οφείλει να καταναλώσει περισσότερη ενέργεια στο λογοτεχνημένο λόγο. Και θα είναι αποτελεσματικότερη, αν εκπαιδευτεί περισσότερο στην ερμηνεία. Πάντοτε όμως η ίδια η λογοτεχνία ούτως ή άλλως θα προηγείται της ερμηνείας της.



1. Antoine Compagnon, Ο Δαίμων της θεωρίας, εκδ. Μεταίχμιο
Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας, εκδ. Γνώση

2. Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας, εκδ. Γνώση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου