Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Ζω με τις ιδέες μου
Μονόλογοι αναγνώστου


Ο δε νεκρός χαμογελούσε- το βλέπεις και συ, αναγνώστη" - Ρ. Γαλανάκη


Διάβαζα το μυθιστορηματικό χρονικό "αμίλητα, βαθιά νερά" της Ρέας Γαλανάκη. Δεν έχω ξανασυναντήσει κείμενο στη μακρά θητεία μου ως αναγνώστη που να επικαλείται και να καλεί με τέτοια ένταση και επιμονή τον αναγνώστη. "Ας με συμπαθήσουν για τα όποια ατοπήματά μου οι ζωντανοί΄ ανάμεσά τους κι εσύ, αναγνώστη και συμπαίκτη μου σ' αυτό το, δίχως νικητή και νικημένο, ωραίο παιχνίδι", γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου της η Γαλανάκη.
Με αφορμή αυτή τη σχεδόν μανιακή επιμονή στην πρόσκληση του αναγνώστη εκ μέρους του συγγραφέα ζυμώνω την υπόθεση του αναγνώστη και της ανάγνωσης. Ποιος είναι τελικά ο αναγνώστης;
Διαβάζω χρόνια, συστηματικός αναγνώστης, μα χρειάστηκε να περάσω από πολλά αναγνωστικά στάδια για να καταλάβω. Τώρα αποφασίζω οριστικά: είναι τίτλος η ανάγνωση. Είναι αξιέραστος ο ρόλος του αναγνώστη και καθόλου παθητικός. Κάθε φορά που καλούμαι να διαβάσω, επιστρατεύω ολόκληρο το οπλοστάσιό μου από λογοτεχνικές μνήμες, όπως ο κολυμβητής επιστρατεύει την ικανότητά του να κολυμπά σε όποιο νερό κι αν ριχθεί.
Απίστευτα διαβάσματα έρχονται στην επιφάνεια της συνείδησης. Σκέψεις, προσδοκίες, ιστορίες, πρόσωπα, αισθητική, ιδέες, συνωστίζονται ανάμεσα σε μένα και το βιβλίο και προσπαθούν να θέσουν σε λειτουργία το μηχανισμό της κατανόησης.
Ιδέες: εξαιρετικά ανθεκτικά και θρεπτικά "όντα". Ο Γ. Μαγκάκης έγραφε όταν ήτανε στη φυλακή: "Ζω με κάτι ιδέες που αγαπώ. Αυτές γεμίζουν τις μέρες και τις νύχτες μου. Σ' αυτή την ύπουλη ομοιομορφία των ακίνητων ωρών μου αντιτάσσω την συνομιλία με τις ιδέες μου".
Ζω με τις ιδέες μου. Ζω απ' τις ιδέες μου. Αλλά και τρέφομαι από τις ιδέες των άλλων. Καθώς διαβάζω, σκοτώνω ακαριαία το συγγραφέα και ρουφώ λαίμαργα ως αναγνώστης το μέλι και την οδύνη του. Δεν αγνοώ βεβαίως ότι πριν την οδύνη υπήρξε η πνευματική ωδίνη του συγγραφέα. Κι όμως εγώ τον σκοτώνω. Σαν τη μέλισσα: μόλις κεντρίσει τον ανυποψίαστο, εκείνη πεθαίνει. Κι εκείνος συνειδητοποιεί αργά- αργά το κέντρισμα. Πρήζεται το δέρμα του, νιώθει τον πόνο του κεντρίσματος και μια επίμονη, ενοχλητική φαγούρα. Κάτι αντίστοιχο νιώθω κι εγώ. Έχουν μπει ήδη στο αίμα μου οι ιδέες και οι σκέψεις του άλλου και ανακατώθηκαν με τις δικές μου.
Σαν άλλος δήμιος και εγώ, όπως περιγράφει ο Ρ. Μπαρτ, σκοτώνω το συγγραφέα για να ζήσω εγώ. Να ζήσουν οι ιδέες μου. Να ζήσει και να αναπτυχθεί το μπόλι τους με τις "ξένες" ιδέες. Από αυτό το μπόλι, αν πετύχει, πρόκειται να πάρω τους καρπούς μου.
Να γιατί νιώθω προνομιούχος ως αναγνώστης. Ο Μαλλαρμέ αντικειμενοποιούσε τα πράγματα. "Το γεγονός του βιβλίου είναι η ύπαρξή του" έλεγε. Νιώθω πως το βιβλίο κείται εκεί, για μένα. Αρχίζει όμως να υπάρχει, όταν εγώ έρθω σε επαφή μαζί του. Όταν το χρειαστώ, θα το αναζητήσω και δεν θα μου αρνηθεί τη συμμετοχή του, δεν θα αντιδράσει στην πρόταση φιλίας που του κάνω.
Χαίρομαι, όταν αντιλαμβάνομαι ότι παρά τις προσπάθειες πολλών, όπως οι Νέοι Κριτικοί, να εξορίσουν τον αναγνώστη από την περιοχή του βιβλίου, δεν αδικούμαι ως αναγνώστης: υπάρχω κι εγώ, αποκτώ δικαιώματα (αναγνωστικά δικαιώματα), όπως ο συγγραφέας κατέχει τα συγγραφικά δικαιώματα. Μπορώ κάθε φορά να επιχειρώ τη δική μου εξήγηση, να προσθέτω τις δικές μου ιδέες. Μπορώ ακόμα να αποτύχω σε οποιαδήποτε εξήγηση. Ας είναι κι έτσι! Μου μένει κέρδος η ίδια η ανάγνωση.
Σκέφτομαι πόσο βολικά μπορώ να κινηθώ ανάμεσα στους οπαδούς της λογοτεχνικής εξήγησης. Κάποιοι από αυτούς λένε ότι οφείλουμε να ψάχνουμε στο κείμενο αυτό που ο συγγραφέας ήθελε να πει. Άλλοι πάλι λένε ότι πρέπει να ψάχνουμε στο κείμενο αυτό που ο συγγραφέας μας λέει τελικά, αναξάρτητα από τις προθέσεις του. Ανάμεσα σ' αυτά τα διασταυρούμενα πυρά χώνομαι συμβιβαστικά κι εγώ. Αναγνωρίζω κάπου εκεί το ρόλο μου ως κριτήριο για την αξία ενός κειμένου. Μπορώ ν' αποφασίσω τελεσίδικα τι λέει ο συγγραφέας ή τι ήθελε να πει. Μπορώ να αποφασίσω αν οι ιδέες του μου κάνουν κι ανταμώνουν με τις δικές μου.
Αναρωτιέμαι όμως: μπορώ να κινώ τόσο εύκολα τα νήματα ενός έργου, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά ο συγγραφέας; Μπορώ να κατευθύνω τη σκέψη μου, όπου εγώ θέλω και να αξιοποιώ κατά το δοκούν την πρόθεση του συγγραφέα ερήμην του. Έχω την ευκαιρία για μια τέτοια ηδονή; Φαίνεται πως ναι. Αυτό είναι το παιχνίδι της γραφής και της ανάγνωσης. Πώς θα παράγονταν αλλιώς ιδέες που προωθούν την ανθρώπινη σκέψη και πρακτική; Ο Ουμπέρτο Έκο έγραφε πως κάθε έργο είναι ανοικτό σε μια απεριόριστη γκάμα πιθανών αναγνώσεων. Όντως περίεργα παιχνίδια!
Τελικά το λογοτεχνικό κείμενο είναι μια συνεχής απόπειρα, ένα work in progress, όπως έλεγαν οι στρουκτουραλιστές. Έτσι κι αλλιώς η συγχρονία του κειμένου δεν ευνοεί το σκοπό του που είναι η αιωνιότητα. Με αυτό το πνεύμα η ανάγνωσή μου αποκτά άλλη δυναμική, όταν συνειδητοποιώ ότι διαβάζω τώρα κάτι, αλλά έχω τον οπλισμό για να ερμηνεύσω το τότε. Με αυτή τη διαχρονία στην αναγνωστική μου ματιά, το διάβασμα γίνεται οπωσδήποτε πιο ενδιαφέρον…
Κάποιος όμως θα μου έλεγε: με αυτό τον τρόπο αγνοείς τη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι κι αυτή μια κατηγορία που ακούγεται κυρίως για τη λογοτεχνία: ότι αδιαφορεί για την πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα είναι δική μου (του αναγνώστη) η αποστροφή προς την πραγματικότητα. Πρόσκαιρη έστω. Το βιβλίο γίνεται το εφαλτήριό μου για να πηδήσω έξω από τα άθλια νερά της καθημερινότητας και να χωθώ μέσα στα τεχνητά διηθημένα, καθαρά νερά της ανάγνωσης. Το κείμενο γίνεται η όαση στην οποία καταφεύγω για να προστατευθώ.Πόσο όμως μπορώ να παραμένω μέσα σ' αυτή την ονειρική κατάσταση; Σιγά-σιγά συνειδητοποιώ ότι πολύ σύντομα θα μετακληθώ στην αθλιότητα. Πρόλαβα ωστόσο κι έκανα μια δροσερή ανάπαυλα…
Επιστρέφω στο κείμενο. Τελικά υπάρχει το κείμενο; Ασφαλώς υπάρχει, αλλά με μιαν απίθανη τεχνική γονιμοποίησης διασπάται σε απίστευτο αριθμό κειμένων, την "πατρότητα" των οποίων διεκδικεί απίστευτος αριθμός αναγνωστών. Έτσι καταλήγω στην περίφημη άποψη ότι ο αναγνώστης είναι συνδημιουργός του κειμένου. Πιθανόν υπερβολικά κολακευτικό για να είναι αληθινό. Ωστόσο μια τέτοια εκδοχή φωτίζει ακόμα πιο πολύ την άποψη ότι ένα γραμμένο βιβλίο δεν είναι ολοκληρωμένο, ούτε πρόκειται να ολοκληρωθεί ποτέ, όσο θα υπάρχουν διαχρονικοί αναγνώστες. Νυν και αεί…


Γρηγόρης Κοντός

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

Ποια είναι η σχέση λογοτεχνίας και φιλολογίας;
Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει πρώτα ν' απαντήσουμε τι είναι λογοτεχνία και τι είναι φιλολογία. Και πρώτα η λογοτεχνία. Δεν ξέρω αν η λογοτεχνία από την αρχαιότητα διεκδικούσε τον δικό της κλειστό χώρο, την ιδιαιτερότητά της. Παρότι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, από διαφορετική αφετηρία ο καθένας, επιχείρησαν να ταξινομήσουν τα είδη του λόγου, έχω την εντύπωση ότι η όραση των φιλολόγων (από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους μέχρι τους σύγχρονους) στα αρχαία κείμενα ήταν ενιαία, χωρίς να επιτρέπει συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις για κάθε είδος σ' ό,τι αφορά τη λογοτεχνία. Έτσι, παρότι έχουμε λογοτεχνικά κείμενα της αρχαιότητας (π.χ. επική - δραματική ποίηση) πολύ συχνά αντιμετωπίζονται συλλήβδην σαν αρχαία κείμενα. Λείπει δηλαδή η ματιά εκείνη που διακρίνει τη λογοτεχνικότητα σ' ένα κείμενο από κάποιο άλλο, που δεν διαθέτει λογοτεχνικότητα.
Τα κλασικά κείμενα καθιερώθηκαν στην ιστορία του λόγου μας ως "Γράμματα" (litera) και μέσα σ' αυτόν τον ευρύ όρο περιλήφθηκαν όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Εδώ θα συναντήσουμε τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα, αλλά και τον Αισχύλο΄ εδώ τον Τάκιτο, τον Κικέρωνα, αλλά και τον Οβίδιο. Με βάση τον όρο "Γράμματα" καθιερώθηκαν και οι παράγωγοι όροι "Γραμματεία" (το σύνολο των αρχαίων κειμένων) και "Γραμματολογία" ( η ενασχόληση και διερεύνυση των κλασικών μας, όπως ονομάστηκαν, γραμμάτων).
Η διερεύνυση των κειμένων αυτών (των κλασικών γραμμάτων) έγινε και γίνεται εν πολλοίς με μια ιστορικοφιλολογική προσέγγιση. Αυτό σημαίνει ότι ανιχνεύουμε το βίο του συγγραφέα, την ιστορική ένταξη του έργου του, τη γλώσσα, το γραμματολογικό πεδίο, στο οποίο εντάσσεται το συγκεκριμένο έργο που μελετούμε. Αυτή η κλασικότερη φιλολογική ματιά δυσχέραινε ή απέτρεπε τη διείσδυση στα λογοτεχνικά στοιχεία, στις λογοτεχνικές αρετές ενός κειμένου και έμενε κατ' ανάγκην σε "εξωτερικά" χαρακτηριστικά του.
Ένας ισχυρός λόγος για ν' αντιμετωπίζουμε μ' αυτόν τον τρόπο την κλασική λογοτεχνία είναι η αιωνιότητα (αλλά και η καθολικότητα) των αισθητικών κανόνων οι οποίοι της αποδίδονται. Δεν είναι εύκολο, λόγω της χρονικής απόστασης, αλλά και της δυσκολίας της γλώσσας (αρχαία μορφή τους) να επιχειρήσει κανείς ν' αναθεωρήσει τη γλωσσική και αισθητική επιφάνεια των μεγάλων κλασικών έργων. Μοιραία λοιπόν - και το βλέπουμε αυτό και στη διδακτική πράξη - μένουμε στην ανάλυση και διδασκαλία αξιακών και ιδεολογικών φορτίων αυτών των κειμένων. Η λογοτεχνικότητά τους παραμένει δευτερεύον ή τριτεύον ζητούμενο (αν αναζητάται κάποια στιγμή). Πρωτίστως δείχνουν να μας ενδιαφέρουν η ιστορία, οι αξίες, η ιδεολογία (ή τα ιδεολογήματα) που κουβαλούν τα κλασικά κείμενα.
Μετά τον 19ο αιώνα και μέχρι σήμερα η τεράστια παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων (κυρίως πεζών) στην Ευρώπη και δειλότερα στην Ελλάδα, επαναπροσδιόρισε τη σχέση λογοτεχνίας και φιλολογίας. Μεγάλα έργα (που έγιναν σήμερα πια κλασικά) και μεγάλοι συγγραφείς υποχρέωσαν το διαφορετικό και επιμελέστερο κοίταγμά τους. Η σύγχρονη λογοτεχνία ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Η παγκοσμιότητα των λογοτεχνικών έργων (βοηθούσης και της μετάφρασης), οι ποικίλες ιστορικές και γεωγραφικές αφορμές, η σχετικότητα της αισθητικής του λογοτεχνικού έργου, προαπαιτούν άλλου τύπου φιλολογία. Ο κόσμος μας έγινε πολύ πιο σύνθετος.
Η φιλολογία δέχθηκε την πρόκληση και μετασχηματίστηκε. Μιλάμε όχι για τη φιλολογία της κλασικής μορφής, αλλά γι' αυτό που θα το ονόμαζα ερμηνευτική φιλολογία. Αυτό σημαίνει ότι αξιοποιούμε την ιστορικοφιλολογική προσέγγιση, τη γραμματολογία (διότι μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για ένα έργο), αξιοποιούμε τη συγκριτική φιλολογία (διότι μέσω της σύγκρισης με άλλα έργα ή εθνικές λογοτεχνίες προσδιορίζουμε καλύτερα την ταυτότητα ενός λογοτεχνικού έργου) και οδηγούμαστε μ' όλα αυτά στην ερμηνεία ή τις ερμηνείες του λογοτεχνικού έργου.
Η μοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας στηρίχτηκε σ' ένα πολύ απλό αξίωμα. Κάθε αναγνώστης, από τον απλό και ανυποψίαστο μέχρι τον πιο καταρτισμένο μελετητή, όταν διαβάζει ένα λογοτεχνικό έργο, επιχειρεί μέσα του μιαν ερμηνεία και μιαν αξιολόγηση του κειμένου. Μια παλιότερη άποψη υποστήριζε ότι η ερμηνεία πρέπει να προσανατολίζεται στην ανακάλυψη ενός προϋπάρχοντος νοήματος, το οποίο δινόταν από το συγγραφέα ή από το κείμενο. Το συγκεκριμένο όμως αυτό και οριστικό νόημα περιόριζε και φαλκίδευε τη νοηματική προσέγγιση. Ήταν μονομερές.
Νεότερες απόψεις στην ερμηνευτική φιλολογία έφεραν μια καινούργια προοπτική στο λογοτεχνικό κείμενο. Ένα κείμενο είναι αδύνατον να "λέει" μόνο ένα πράγμα, να κουβαλά μόνο ένα νόημα. Οι ερμηνείες λοιπόν μπορεί να είναι πολλαπλάσιες και έχουν να κάνουν με τα φορτία γνώσεων, μεθοδολογίας, αισθητικής κλπ., που κουβαλά κάθε αναγνώστης. Η νέα θεωρία αλλάζει εντελώς το πλάνο. Ο αναγνώστης γίνεται de facto μέρος μιας μαγικής διαδικασίας: σύλληψη, συγγραφή, ανάγνωση, πρόσληψη ενός κειμένου. Με τον τρόπο αυτό τα στοιχεία ενός κειμένου, όπως η λογοτεχνικότητά του, η πρόθεση του συγγραφέα, η αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, η πρόσληψη του νοήματος κάθε φορά (με κάθε ανάγνωση και κάθε αναγνώστη) τίθενται εν αμφιβόλω, επαναπροσδιορίζονται και ξανακοιτιούνται. Προκύπτουν πολλά νοήματα και πολλές κατανοήσεις. Αυτό άλλωστε είναι και το χρέος κάθε φιλολόγου - ερμηνευτή: να μπορεί να κοιτά με καινούργια ματιά κάθε φορά ένα κείμενο με δεδομένες τις αλλαγές στην εποχή, τις νέες γνώσεις, τη νέα αισθητική κλπ. Η θεωρία της λογοτεχνίας με όλα τα πολύτιμα συμπεράσματά της αποτελεί την επιστημολογία των γραμμάτων μας. Έτσι προκύπτουν πολλαπλά οφέλη από την επαφή μας με το λογοτεχνικό κείμενο.
Φτάσαμε ήδη στο ρόλο του αναγνώστη, τον οποίο και άλλη φορά έχουμε σχολιάσει. Ένα κείμενο (ποίημα ή πεζό) ολοκληρώνεται (αν ολοκληρώνεται ποτέ ένα κείμενο), όταν ο αναγνώστης, εμπειρικός ή μελετητής, το διαβάσει και επιχειρήσει τη δική του ερμηνεία. Και η ερμηνεία αυτή κάθε φορά μπορεί να διαφοροποιείται ή να διευρύνεται. Εδώ μπαίνει ο ρόλος του μελετητή - φιλολόγου. Τι μπορεί να κάνει ένας φιλόλογος; Μπορεί, με τη μεθοδολογία και το γραμματολογικό του εύρος να βοηθήσει τους μαθητές του να φθάσουν σε μια ερμηνεία, συλλογική ή ατομική. Να τονιστεί ότι ο φιλόλογος δεν είναι κριτικός, δεν επιχειρεί κριτική ενός έργου. Η κριτική στοχεύει στο κείμενο, κρίνει θετικά ή αρνητικά ένα κείμενο. Η φιλολογική ερμηνεία, με αφορμή το κείμενο, στοχεύει στην καθολικότητα, στο γενικό. Η κριτική κρίνει ένα έργο, ενώ η φιλολογία εξηγεί την πρόθεσή του, το ερμηνεύει για να προκύψουν οφέλη και γενικά συμπεράσματα.
Συχνά ωστόσο σ' αυτό το σημείο τίθεται η ένσταση ότι καραδοκεί η αυθαιρεσία του αναγνώστη ή του φιλολόγου (ένας λόγος παραπάνω). Κάποιοι μάλιστα διατείνονται ότι "καθ' ύλην" αρμόδιος να "διδάξει" την ερμηνεία του κειμένου του είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Πριν λίγους μήνες στο βήμα (25 Απριλίου 2004) ο φιλόλογος και ποιητής Μ. Σουλιώτης, για να υποστηρίξει μια τέτοια άποψη, έγραφε: "στην εκπαίδευση διδάσκουν τη λογοτεχνία οι άμοιροι λογοτεχνικής γραφής δάσκαλοι και φιλόλογοι, που είναι αναλυτές-ερμηνευτές, ενώ εξαιρούνται οι συγγραφείς και ποιητές που έχουν την άμεση δημιουργική εμπειρία". Σε κατοπινό του άρθρο (23 Μαΐου 2004) ο Μ. Σουλιώτης "διόρθωσε" κάπως την άποψή του, γράφοντας: "υποστηρίζω ότι η παρουσίαση της λογοτεχνίας από τους ίδιους τους συγγραφείς μέσα στη σχολική τάξη θα λειτουργούσε παραπληρωματικά προς την επιστημονική - διδακτική οπτική των επαγγελματιών μελετητών της γραμματείας μας, των φιλολόγων". Δεν βρίσκω ολοκληρωμένη ούτε την αρχική, ούτε τη "διορθωμένη" άποψη του Μ. Σουλιώτη. Ευχής έργον βέβαια θα ήταν η παρουσία των δημιουργών στη σχολική διδασκαλία (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο ή και απίθανο). Κατά τα άλλα ο δημιουργός μπορεί να μεταδώσει το σπίρτο, την ευαισθησία του, το αίσθημα δημιουργίας για το έργο του ή για τη λογοτεχνία εν γένει. Αν όμως είναι άμοιρος φιλολογίας τότε δεν είναι εύκολο να διδάξει το κείμενο άλλου δημιουργού, ασφαλώς ούτε και το δικό του.Άλλωστε προαπαιτούμενο για την ερμηνεία είναι η απόσταση από ένα έργο, ώστε να μπορείς να το ψηλαφήσεις.
Ο Antoine Compagnon παραλληλίζει τη δημιουργική γραφή με την οδήγηση και τη θεωρία της λογοτεχνίας με τη θεωρία της οδήγησης. Δεν χρειάζεται ο Σουμάχερ (άριστος οδηγός) να διδάξει τη θεωρία της οδήγησης. Υπάρχουν άλλοι ειδικοί για το αντικείμενο. Η θεωρία της λογοτεχνίας δεν διακανονίζει τη λογοτεχνία, δεν μας μαθαίνει να γράφουμε (καλή) λογοτεχνία. Απλώς, οργανώνει τη λογοτεχνία (ποίηση ή πεζό) ως προς τους κωδικούς της.
Αν ένα λογοτεχνικό κείμενο, που προκύπτει, ως γνωστόν, από έμπνευση, "αναλυόταν" από τον ίδιο το δημιουργό του θα κινδύνευε να μείνει εξαιρετικά "φτωχό", διότι δεν θα προσλάμβανε τα "ιχνοστοιχεία" του αναγνώστη, αφού δεν λειτούργησε όλη αυτή η διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω. Ο αναγνώστης, και δη ο μελετητής, μπορεί να προσθέσει στοιχεία - ερμηνείες που, είτε ήταν στην πρόθεση του συγγραφέα, είτε όχι. Υπάρχει δηλαδή μια διείσδυση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη και τανάπαλιν.
Ο Ουμπέρτο Έκο, με την έκρηξη του δημιουργού και τη σοφία του επαρκέστατου θεωρητικού, μας περιγράφει μια προσωπική του εμπειρία: "Έχω διαβάσει ερμηνείες στις οποίες οι κριτικοί μου ανακάλυπταν πηγές των οποίων είχα πλήρη επίγνωση, και ήμουν πολύ ικανοποιημένος που με τόση πανουργία εύρισκαν εκείνα που, με τόση πανουργία, είχα κρύψει για να τους αναγκάσω να τα βρουν΄ διάβασα όμως και για πηγές που μου ήταν παντελώς άγνωστες και ένιωσα ευχάριστα ένοχος για το γεγονός ότι κάποιος θα πίστευε ότι τις είχα παραθέσει με την πονηριά του ευρυμαθούς. Διάβασα κριτικές αναλύσεις όπου ο ερμηνευτής ανακάλυπτε επιδράσεις των οποίων δεν είχα συνείδηση ενόσω έγραφα, που ασφαλώς όμως είχα επεξεργαστεί στη μνήμη μου, διότι ξέρω ότι στην εφηβεία μου είχα διαβάσει τα συγκεκριμένα κείμενα".
Αυτό που μόλις διαβάσαμε δεν είναι παρά ένα παιχνίδι μεταξύ δημιουργού και αναγνώστη, στο οποίο οι προσθαφαιρέσεις λειτουργούν προς όφελος της λογοτεχνίας και των μηνυμάτων της. Σ' αυτό το όμορφο παιχνίδι καλείται να παρίσταται και η φιλολογία. Η φιλολογία, που δεν είναι παρά η επιστημολογική ενασχόληση με το λόγο, οφείλει να καταναλώσει περισσότερη ενέργεια στο λογοτεχνημένο λόγο. Και θα είναι αποτελεσματικότερη, αν εκπαιδευτεί περισσότερο στην ερμηνεία. Πάντοτε όμως η ίδια η λογοτεχνία ούτως ή άλλως θα προηγείται της ερμηνείας της.



1. Antoine Compagnon, Ο Δαίμων της θεωρίας, εκδ. Μεταίχμιο
Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας, εκδ. Γνώση

2. Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας, εκδ. Γνώση

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

ΘΕΡΙΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Εφτά Αυγούστου. Ημέρα της γιορτής του μοναδικού Αγίου της περιοχής μας, που λαμπρύνει το ορθόδοξο αγιολόγιο. Με παρέα επίσκεψη στο κατοικητήριό του, που τώρα ξαναχτίζεται σχεδόν απ’ την αρχή πλην του καθολικού, που αναστηλώνεται. Μικρή πορεία πέριξ του λόφου του μοναστηριού, στο ασκητικό ενδιαίτημα του Αγίου, μια σπηλιά χωμένη στο βράχο, κατακόρυφα πάνω από τον ρου του Αλιάκμονα. Από ψηλά εκεί παρατηρούσε ο Άγιος τον ποταμό και τους μαιάνδρους που σχηματίζει, όπως ακριβώς κι οι αμαρτίες των ανθρώπων.
Από κει πάνω παρατηρώ κι εγώ τον Αλιάκμονα, που μοιάζει να κυκλώνει, όπως διατρέχει την κοιλάδα, το μοναστήρι. Τα νερά του λιγοστά. Από ψηλά φαίνονται σα να λιμνάζουν. Μια διαδρομή σκέψεων, παράλληλα με τον ρου του Αλιάκμονα, παίρνει το δρόμο της, από τα γυρίσματα της περιοχής μας μέχρι τον Θερμαϊκό της Θεσσαλονίκης. Αλιάκμονας, νερά των παιδικών μας χρόνων, πάντα ζωντανός κι ανεξερεύνητος συντρόφευε τις περιπέτειές μας. Μέσα στα γυρίσματα του ποταμού και του χρόνου: Ψάρεμα με αυτοσχέδια καλάμια ή με τα χέρια΄ κολύμπι στα γκριζοπράσινα ορμητικά νερά του, που σε άλλες εποχές δύσκολα τιθασεύονταν μέσα στις κοίτες του΄ ξαπλωμένοι τις μεσημεριανές ώρες του στάλου και της ρέμβης κάτω από τις ιτιές, που χαϊδεύουν με τα κλαριά τους το νερό του ποταμού. Φανταζόμαστε τους παιδικούς μας έρωτες, μεγαλώνουμε. Όπως μεγάλωσαν μαζί του γενιές και γενιές. Τραγουδήθηκε, μπήκε στην ποίηση και τη λογοτεχνία. Μεγάλο ποτάμι, το μεγαλύτερο της Ελλάδας και το ελληνικότερο, αφού πηγάζει από ελληνικά βουνά και εκβάλλει σε ελληνική θάλασσα.
Είναι κι αυτή μια σιγουριά στη ζωή σου, να το αισθάνεσαι να κυλάει χιλιάδες χρόνια τώρα στην ίδια κοίτη, ο μεγάλος μας αδερφός, να διατρέχει τη μικρή μας ύπαρξη, να συγκρούεται με το φευγαλέο της ηρακλείτειας έκφρασης «ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ».
Καθώς αφήνει τον γείτονα νομό Γρεβενών, εισέρχεται φιδωτός στο νομό Κοζάνης, μέσα σε πετρώδεις και απόκρημνες κοίτες, μερικά σημεία των οποίων είναι αδύνατον να προσεγγίσει άνθρωπος. Η σιωπή του τόπου! Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω θα συναντήσει το ιερό μονίδριο του Ιλαρίωνος, που το διακονεί ακατάπαυστα πολλές δεκαετίες ο ομώνυμος μοναχός, κυριολεκτικώς μονάχος. Στο σημείο αυτό αποφάσισε η ηλεκτροφόρα επιχείρηση του ελληνικού δημοσίου να ιδρύσει ένα ακόμα κόμβο – φράγμα υδροηλεκτρισμού. Τα πρώτα σημάδια της παρουσίας της κι οι πρώτες πληγές του τοπίου ήδη φάνηκαν. Η γαλήνη κι η σιωπή του τόπου, που προσιδίαζε στο ταπεινό μοναστηράκι, οι θαλεροί λειμώνες με το υγρό πράσινο, πλατάνια και ιτιές πέθαναν΄ οριστικά ή μη, κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν ξέρει τη μοίρα του. Ο ποταμός σιωπά.
Μετά το μοναστήρι, σα να τον ευλογεί κάποια αγιωτική χάρη, γαληνεύει και ηρεμεί κάπως, βοηθάει και ο τόπος που είναι ομαλότερος. Λίγα χιλιόμετρα και φτάνει στη μικρή γέφυρα΄ από εκεί ξεκινά κι ανοίγεται σα τεράστια γαστέρα, η τεχνητή λίμνη, προϊόν κι αυτή τεχνητών και τεχνικών παρεμβάσεων για την παραγωγή ρεύματος. Ένας ακόμα υδρο-ηλεκτρικός σταθμός (του Πολυφύτου), σα να βάζει τρικλοποδιά στο κύλισμα του ποταμού. Η φτιαχτή λίμνη, που δημιουργηθήκε εδώ και τρεις δεκαετίες ενοχοποιήθηκε κατά καιρούς για πλείστα όσα κακά και ολισθήματα ανθρώπων, φυσικά κι αφύσικα: κατακαλύψεις αρώσιμων εκτάσεων, μόλυνση των νερών από τα λύματα, πνιγμοί ανθρώπων, τελευταίως ο εγκέλαδος, διότι η λίμνη, λένε, επέσπευσε το ξύπνημά του. Τι να πρωτοπιστέψεις;
Όμως νερά είναι κι αυτά. Πολλά νερά.Νερά του Αλιάκμονα. Και το νερό δίνει τη ζωή. Αρδεύσεις εντεύθεν κακείθεν του Αλιάκμονος ποτίζουν την μέχρι πρότινος διψασμένη ενδοχώρα της περιοχής μας. Κάθε είδους εκμετάλλευση, κάτω ή πάνω από την επιφάνεια του νερού. Μαγαζιά που αναπτύχθηκαν κατά μήκος της λίμνης μέχρι τη μεγάλη γέφυρα. Μια άλλη αισθητική που γεννήθηκε στην περιοχή μας κι έδωσε άλλη ατμόσφαιρα, οιονεί θαλασσινή. Ας είναι κι έτσι΄ μια ψευδαίσθηση θάλασσας, που λείπει απ΄το νομό μας.
Μια άλλη σχέση του ποταμού με την περιοχή μας, αλλά κι ολόκληρη την Ελλάδα. Μου την επεσήμανε κάποιος φίλος: για να λειτουργήσουν τα τέσσερα ατμοηλεκτρικά εργοστάσια της περιοχής μας, η δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού , εκτός του λιγνίτη, αντλεί καθημερινώς πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες τόνους νερού από τον Αλιάκμονα.Ένας ολόκληρος ποταμός τουτέστιν που φεύγει από τον αλιάκμονα τώρα και κινείται ανάποδα, προς τον ανήφορο των εργοστασίων. Η πόλη της Κοζάνης, για να έχει κανείς μια τάξη μεγέθους, καταναλώνει κατά μέσο όρο είκοσι χιλιάδες κυβικά ημερησίως΄ καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό, που ωστόσο ωχριά εμπρός στο προηγούμενο συγκλονιστικό νούμερο.
Η σιωπή του ποταμού! Άκουγα τις υπερφίαλες αιτιάσεις ενός δημοσιογράφου σε αθηναϊκό ραδιοφωνικό δίκτυο. Λοιδορούσε σκαιότατα τη δημόσια επιχείρηση που δεν μπορεί, λέει, να καλύψει τις ανάγκες των Αθηναίων σε μέρες καύσονα. Κλιματιστικά γαρ, δεν γίνεται να ψήνονται οι αθηναίοι πολίτες με τα μπλακάουτ της επιχείρησης. Μάλιστα. Πόσο απέχει ο Αλιάκμονας από την Αθήνα; Μια παρεξηγήσιμη πρόταση: πριν αυτοί οι συμπολίτες μας στων ανίδεων την πόλη πατήσουν το κουμπί της τηλεόρασής τους, του φούρνου, του κλιματιστικού, του ραδιοφωνικού πομπού τους, καλόν είναι να κάνουν μια μίνι ευχαριστήρια προσευχή στο «θεό» Αλιάκμονα. Δηλαδή όλοι μας. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν τον θεοποιημένο Νείλο γιατί συνειδητοποιούσαν βαθιά τις πολλαπλές ευεργεσίες του. Όμως παράλληλα τον ξόρκιζαν να μην ξεχειλίσει, πάνω στο θυμό του, και τους καταστρέψει. Κι ο Νείλος ξεχείλιζε συχνότατα. Εμείς ας κάνουμε το ανάποδο: ας δεόμεθα στον Αλιάκμονα να μη μας στερήσει ποτέ το πολύτιμο «υλικό» του. Αν στερέψει ο ποταμός μας, θα είναι μόνο για μια φορά…
Όμως η διαδρομή του νερού και της σκέψης συνεχίζεται. Παρά τις τόσες περιπέτειές του ο ποταμός δεν απελπίζεται. Μέσα από δύσκολες πορείες, που μόνο εκείνος μπορεί να ακολουθήσει, αφήνει πίσω του το Βέρμιο και τα Πιέρια και ξανοίγεται στον μεγάλο κάμπο της Ημαθίας, αφού υποστεί κι άλλες δυο υδροηλεκτρικές τρικλοποδιές, της Σφηκιάς και των Ασωμάτων. Τι ανεπανάληπτη αφιλοκέρδεια! Χιλιάδες στρεμμάτων αρδεύονται από τα νερά του ποταμού μας, χιλιάδες άνθρωποι παράγουν τα προϊόντα τους, επιβιώνουν, πλουτίζουν, τρέφουν και τρέφονται. Ο Ποταμός ούτε φθονεί ούτε απαιτεί.
Έχει πάρει πια το δρόμο του μέσα στον κάμπο, σε εύκολα, ομαλά εδάφη, προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Εκεί, αν έχει ψυχή, θα νιώθει πως ξαποσταίνει. Χώνεται μέσα στην αλμύρα της θάλασσας, υποχωρεί μπροστά της και χάνεται στην απεραντοσύνη της. Ένας επαρχιώτης ποταμός στη μεγάλη πόλη της θάλασσας. Όμως οι τεχνικοί της προόδου φρόντισαν και πριν το τέρμα του να του βρουν υπερωρίες. Η τελευταία του απασχόληση: να ξεδιψάσει τους νεροσκασμένους θεσσαλονικείς. Θα υποστεί χίλιες δυο επεξεργασίες, καθαρισμούς, φίλτρα και διηθήσεις, για να καταλήξει στα ποτήρια και τις κανάτες των Θεσσαλονικιών. Σε κάθε ποτήρι παγωμένο νερό μπορεί κανείς, ακόμα και σαν υποψία, να βλέπει μικροστοιχεία των περιττωμάτων κάποιου Δυτικομακεδόνα (εκδίκηση άραγε του ποταμού για όσα υφίσταται;) Εκεί, στην άκρη της θάλασσας (ακμή αλός: είναι μια ετυμολογία που άκουσα για τον Αλιάκμονα) ήταν στη μοίρα του να υποστεί ο ποταμός μας τη μεγαλύτερη «μετάλλαξή» του.
Αυτά τα «άνω ύδατα» όπως έγραφε ένας φίλος ποιητής, τα νερά του Θεού, μαρτυρούν την εύγλωττη καρτερία και ανεκτικότητα της φύσης και του δημιουργού της. Τι διδαχθήκαμε απ’ αυτά οι άνθρωποι; Σχεδόν τίποτε. Επιμένουμε να βιάζουμε και να βιαζόμαστε. Και , το σπουδαιότερο, χωρίς να ευγνωμονούμε. Οι δημόσιες αμαρτίες συνεχίζονται. Δεν ξέρω πότε θα περισσέψουν οι ενοχές. Ίσως όταν πια θα στάξει κι η τελευταία σταγόνα του μεγάλου ευεργέτη μας, αλλά, αλλίμονο, κι άλλων υδάτινων πόρων της πατρίδας μας.Τότε τα «νερά ομιλητικά της πατρίδας», όπως λέει κι Οδ. Ελύτης, δεν θα μπορούν πια να πουν τίποτε. Γιατί τη σιωπή τους θα διαδεχθεί η ατέρμονη απουσία. «Απέσβετο και λάλον ύδωρ»…

Γρηγόρης Κοντός