Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Πήραν την Πόλιν…

Εις την πόλιν, εις ταν πολ, Instanbul...

Δεν φανταζόμουνα την Πόλη τόσο δική μας και τόσο ξένη ταυτόχρονα. Την επισκέφθηκα, οπλισμένος με την ουδετερότητα ενός τουρίστα παρότι, όπως σε πολλούς από μας, σκιρτούσε μέσα μου η ανάγκη να συμπορευθώ, έστω για λίγο, μαζί της, να μαγευτώ από τη μαγεία της.
Πήγα, και επιστράτευσα πηγαίνοντας όλη την ψυχραιμία της ιστορίας. Η Πόλη: ένας τέλειος και ένας τελειωμένος θρύλος. Έφευγα, βουτηγμένος στα ανομολόγητα, μύχια σύνδρομα του αλυτρωτισμού της φυλής. Μου πέρασε μια υποψία: κανείς άνθρωπος της ορθόδοξης φυλής μας δεν μπορεί να φύγει αλώβητος από το κρυφό βάσανο της Βασιλεύουσας, που το κουβαλάμε αταβιστικά στους νευρώνες μας. Η Πόλη, η πόλη μας.
Μετά τραβάς πάλι, διακριτικά και … πολιτισμένα, το μπερντέ της ιστορίας˚ και ναρκώνεις έτσι στη λήθη της την αλήθεια των συναισθημάτων.
Παρασκευή χαράματα, πρωταπριλιάτικο πρωϊνό, περνούσαμε τα Θεοδοσιανά τείχη προς το κέντρο της Πόλης. Προσκύνημα χαρακτηρίζουν οι περισσότεροι ταξιδιωτικοί πράκτορες αυτή την εκδρομή. Θέλοντας να ξύσουν, όσο γίνεται επιμελώς, το εθνικό μας απωθημένο. Κερδίζουν απ' αυτό.
Πρώτος μας προορισμός: η Παναγία των Βλαχερνών. Λιτή εκκλησιά, με έναν εξίσου λιτό περίβολο. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ο Ακάθιστος Ύμνος εψάλη σ' αυτή την εκκλησιά, στην άκρη της πόλης, κι όχι στην Αγιά-Σοφιά ή στους Αγίους Αποστόλους. Κατόπιν έκανα τους συλλογισμούς. Οι Βλαχέρνες βρίσκονται κοντά στα δυτικά τείχη, απ' όπου απειλούνταν η Πόλη από τους Οθωμανούς. Λίγο αργότερα, εκεί κοντά, ο ξεναγός μάς έδειχνε την Κερκόπορτα.
Πριν αφήσουμε τις Βλαχέρνες, ψάλαμε - εντελώς ξενυχτισμένοι και κουρασμένοι, όχι από την αγωνία της πτώσης πια, αλλά λόγω της κατάπτωσης του ταξιδιού - το "τη Υπερμάχω". Προσπάθησα να συγκινηθώ. Δεν νομίζω ότι τα κατάφερα.
Στο δυτικό άξονα της Πόλης πάλι, έξω από τα Θεοδοσιανά τείχη, η συνοικία του Μπαλουκλί. Μου φάνηκε ελληνικότερη απ' οτιδήποτε άλλο σήμερα στην Πόλη. Φτάνοντας βλέπεις τους τάφους των Ρωμιών, τα ελληνικά μνήματα˚ "ραχάτ μπαξέ" μας τονίζει ο ξεναγός μας, ένας νεαρός Ξανθιώτης μουσουλμάνος. Μέσα στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, σ' ένα χαμηλότερο σημείο της μια στέρνα με νερό, που αναβρύζει από τα έγκατα. Δυο-τρία ψαράκια κολυμπούν στα καθαρά νερά της. Με κάποιους μακρινούς προγόνους τους στήθηκε ο θρύλος του καλόγερου που με το άκουσμα της πτώσης τούφυγαν τα μισοτηγανισμένα ψάρια απ' το τηγάνι και ξαναμπήκαν στο νερό! Ένας νεοέλληνας σχολίασε με προπέτεια: "παραμύθια". Τα ψαράκια, φαίνεται, είχαν συγκινηθεί περισσότερο…
Η Ελλάδα της Πόλης είναι τελικά αυτές οι εκκλησιές της. Εκεί μέσα θα βρεις κάποιους Έλληνες ή κατά τι ελληνίζοντες, για να παραφράσω τον ποιητή. Ψάχνω να δω πού αλλού η Πόλη πάλλεται με ελληνικό τόνο. Για μεσημεριανό το πρόγραμμα του πρακτορείου μάς κατηύθυνε σε μια ψαροταβέρνα, στην ψαραγορά της Πόλης. Ο ιδιοκτήτης της Έλληνας. Χορτάσαμε και γι αυτό το λόγο. Η Προποντίδα και η θάλασσα του Μαρμαρά έχει άφθονο ψάρι και η ψαραγορά της Πόλης είναι εκπληκτική.
Την επόμενη μέρα στο κέντρο της Ιστορίας, στην άκρη της ευρωπαϊκής χερσονήσου της Πόλης. Τα δυο μεγάλα μνημεία, που αναμετριώνται καθημερινά με την Ιστορία και μεταξύ τους: το Μπλε Τζαμί και Η Αγιά-Σοφιά. Λένε ότι η ματαιοδοξία του Σουλτάνου Αχμέτ Β΄ (αν δεν κάνω λάθος) ζήτησε από τον ονομαστό Καππαδόκη αρχιτέκτονα Σινάν μια εκκλησιά μεγαλύτερη απ' την Αγιά-Σοφιά, κι εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε. Έγινε το μεγαλούργημα, αλλά νικητής βγήκε ο Θεός των Βυζαντινών. Το τζαμί υπολείπεται κατά μερικά μέτρα σε ύψος της Αγιά-Σοφιάς και ο θόλος του στηρίζεται σε τέσσερις υπέρογκες κολόνες. Λένε ακόμα ότι ο Σουλτάνος είχε ζητήσει τέσσερις χρυσούς μιναρέδες. Όταν ο Σινάν παρέδωσε το τζαμί με έξι απλούς, πέτρινους μιναρέδες, ο Σουλτάνος του ζήτησε το λόγο: κι εκείνος έκοψε την αλαζονεία του αφέντη του με τη φράση: "κατάλαβα ότι μου ζητήσατε έξι μιναρέδες (alun) και όχι χρυσούς (alu).
Μπαίνουμε στο τζαμί. Με τα παπούτσια στο χέρι. Στην είσοδο μάς δίνουν πλαστική σακούλα για να βάλουμε τα παπούτσια. Ένας αχανής, περιποιημένος χώρος, όλος στρωμένος με χαλιά. Κανένα κάθισμα ή στασίδι. Οι μουσουλμάνοι γονατίζουν στην προσευχή τους. Πιο ταπεινό αυτό και πιο ανατολίτικο. Και μάλλον θρυμματίζει την όποια αλαζονεία. Μου κάνει εντύπωση η φροντίδα των Τούρκων φυλάκων. Μαλώνουν σε αυστηρό τόνο όσους δεν συγκινούνται από την ιεροπρέπεια του χώρου και προσπαθούν να φορέσουν τα παπούτσια τους μέσα στο ναό: "Παπούτσ΄ όξω, παπούτσ' όξω".
Μόλις σταμάτησε η ανοιξιάτικη μπόρα. Ένας θαμπός απριλιάτικος ήλιος ξεπρόβαλε. Απέναντι, στον ίδιο χώρο, εκεί, όπου οι βυζαντινοί παλιά είχαν τον ιππόδρομο, ο τεράστιος εντυπωσιακός όγκος της Αγιά- Σοφιάς. Βαδίζουμε με τα πόδια. Το ξεφλουδισμένο κοκκινωπό χρώμα που πρόσθεσαν οι Τούρκοι στο εξωτερικό του ναού δεν μ' αρέσει. Δείχνει αφροντισιά. Μπαίνουμε μέσα. Από τον πρόναο αρχίζει ήδη το δέος. Ένας τεράστιος κτισμένος χώρος, πέντε τόσα στρέμματα, πλημμυρισμένος από την πολυχρωμία του μαρμάρου. Από ένα ύψος και πάνω αρχίζει η απρέπεια. Οι μουσουλμάνοι κάλυψαν όλες τις ψηφιδωτές αγιογραφίες με το αραβικό επίχρισμα της ώχρας. Τέσσερα τεράστια στρογγυλά δέρματα καμήλας, μας εξηγεί ο ξεναγός, στα τέσσερα μεγάλα τόξα που στηρίζουν τον απέραντο τρούλο, γράφουν πάνω ονόματα Σουλτάνων. Δεν μπορούν, αλίμονο, ν' αντιληφθούν το έγκλημα; Τώρα βλέπεις σκαλωσιές στο κέντρο, κάτω από τον ουράνιο τρούλο της Αγιά- Σοφιάς. Επιχειρούν να διορθώσουν τη βαρβαρότητα; Πιθανόν. Ίδωμεν.
Πενήντα έξι κάτι μέτρα ύψους. Έπρεπε ν' ανεβούμε το πλακόστρωτο ανέβασμα στον εξώστη της για να αντιληφθούμε περισσότερο τη μεγαλοσύνη της Αγιά-Σοφιάς. Η Αγιά-Σοφιά είναι ένας ίλιγγος. Δεν ξέρω αν ένιωσα θρησκευτική συγκίνηση. Μάλλον όχι. Ένιωσα όμως το δέος μπροστά στο μεγαλείο του ανθρώπου και του Θεού. Σιωπηλή, αρχοντική μεγαλοπρέπεια. Η Αγία Σοφία δεν ανήκει πια σε μας. Δεν ανήκει καν στους Τούρκους. Ανήκει στην οικουμένη, όπως όλα τα σπουδαία μνημεία…
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Θρηνείς εσωτερικά, όχι γι' αυτό που μπορείς να ξανα-έχεις, αλλά γι΄αυτό που έχασες οριστικά. Οι σημερινοί Τούρκοι δεν φαίνονται να συγκινούνται απ' όλα αυτά. Άνευροι, ανυποψίαστοι απ' όσα συνέβησαν πριν την παρουσία τους εδώ. Βρέθηκαν ξαφνικά με μια πολύτιμη, ανεκτίμητη "περιουσία" στα χέρια τους. Η Πόλη, σαν επίκληρος κόρη, τους προσφέρθηκε από την Ιστορία. Γι' αυτό ακριβώς δεν μπορούν να την εκτιμήσουν.
Η Κωνσταντινούπολη σου δίνει την εικόνα ότι έχει δυο ταχύτητες: από τη μια η Πόλη του μύθου και της Ιστορίας, που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σ' όλα τα μεγάλα, ιστορικά σημεία της Πόλης. Και το αισθάνεσαι αυτό, θες λόγω εθνικής έξαρσης, θες λόγω τουριστικής συγκίνησης. Από την άλλη υπάρχει η πόλη των Ανατολιτών. Ένας άθλιος συρφετός, που τρέχει ξοπίσω σου, για να πουλήσει μικροπράγματα του ενός ή των δύο ευρώ. Με ατέλειωτα ανατολίτικα παζάρια, που σε κουράζουν αφάνταστα, όταν σταματήσουν να έχουν το μικρό φολκλορικό ενδιαφέρον τους. Κι όλα αυτά εκεί, ανάμεσα στα χνάρια της Ιστορίας της πόλης, η οποία τους φιλοξενεί. Σου δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν καν χαμπάρι από το τεράστιο βάρος που κουβαλούν στις πλάτες τους, ανυποψίαστοι, φτωχοί άποικοι της Ανατολίας. Ρωτούσα στη μεγάλη τους αγορά, το Καπαλί Τσαρσί, μια νεαρή Τουρκάλα, που πουλούσε μπαχαρικά και τσάγια: "Είσαι απ' την Πόλη;" κι εκείνη απάντησε: "Απ' το Αναντολού. Εδώ ήρθα από τεσσάρων ετών. Εδώ ντουλιά". Και ντουνιά, σκέφτομαι, πολύ ντουνιά. Δεκαεφτά εκατομμύρια ψυχές επισήμως αριθμεί η Πόλη. Είκοσι ανεπισήμως. Σαν αποφώλιο τέρας, ξεχείλισε από την ιστορική της μήτρα και απλώνεται συνεχώς. Παντελώς άναρχη διόγκωση. Μια πόλη που προεκτείνεται ένθεν κακείθεν του Βοσπόρου, ανοικονόμητα, βουλιμικά, χωρίς πρόγραμμα. Και εκεί αρχίζουν τα προβλήματα. Το νερό στα προβληματικά δίκτυα της Πόλης δεν μπορείς να το πιεις, ούτε μάλλον και να το λουστείς. Πεντάλμυρο. Ίσως να αφαλατώνουν θαλασσινό. Εταιρείες με εμφιαλωμένα διοχετεύουν καθημερινά στα σπίτια τους νερό. Όπως παλιά οι γαλατάδες το γάλα…
Τριγυρίζουμε με το λεωφορείο στις κεντρικές λεωφόρους της Πόλης. Μεγάλοι δρόμοι, άνετοι, μιλώ μόνο για το κέντρο. Αναρωτιέμαι: σε ποια από αυτές τις λεωφόρους παρήλασε ο ήρωας του Θεοτοκά, ο Λεωνής, πρόσκοπος μαζί με τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα, όταν μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη το 1919; Η πρώτη φορά ,κι η τελευταία, που έμπαινε ελληνικός στρατός στην Πόλη, μετά την άλωση.
Σε κάποιο φανάρι, μετά την πλατεία Ταξίμ, σταματάμε. Ζηλεύω που οι Τούρκοι είχαν τέτοια έμπνευση. Αντί για απλό πράσινο ή κόκκινο στο φανάρι, ανάβει ένα ηλεκτρονικό χρονόμετρο που σου δείχνει τα δευτερόλεπτα μέχρι να ξεκινήσεις. Έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο ένα, μηδέν. Πώς πέρασαν έξι αιώνες από τότε; Η ιστορία της Πόλης κόλλησε σ' αυτό το μηδέν. Ας το ξεχάσουμε. Το έθνος κοιτάζει μπροστά, μαθαίνοντας από τα πάθη της Ιστορίας. Ο γερο-Φραντζής, ήρωας του Θεοτοκά στην "Αργώ", ο οποίος περιφρονούσε τη μάθηση, έλεγε: "Με τον παρά, θα ξαναπάρουμε την Αγιά-Σοφιά και θα γίνουμε πάλι μεγάλο γένος και αυτοκρατορία". Δεν υπάρχουν πια τέτοιες διαμεσολαβήσεις. Δεν συγχωρούνται εθνικές μυωπίες. Την απάντηση την ακούς από την ίδια μεριά της Πόλης, από τον παπού του άλλου ήρωα του Θεοτοκά, του Λεωνή: "Είμαστε ένα έθνος νεόφτωχο". Δεν είναι ο υλικός πλούτος που μας θωρακίζει σαν έθνος. Η πνευματική ζωή μας χρειάζεται κι εκεί πράγματι είμαστε νεόφτωχοι. Το έθνος χρειάζεται την αλήθεια. Μ' αυτή ας τραφεί…
Το φανάρι ανάβει. Ξεκινάμε. Περνάμε τη γέφυρα του Γαλατά στον Κεράτιο και σε λίγο φτάνουμε στον προβλήτα του Βοσπόρου. Για τις επόμενες δυο ώρες κρουαζέρια στα στενά του Βοσπόρου. Τώρα νιώθω να κατακτώ τη γεωγραφία της Πόλης. Δεν είναι εύκολο τελικά να τη χωνέψεις από τους χάρτες. Παραπλέουμε την απέναντι ασιατική πλευρά της πόλης, που ενώνεται με την ευρωπαϊκή χάρη σε δυο μεγάλες κρεμαστές γέφυρες. Την αισθάνομαι ακίνητη, εχθρική, ζηλόφθονη για όσα πέτυχε η εδώθε του Βοσπόρου πλευρά. Κωνσταντινούπολη είναι τελικά η ευρωπαϊκή μεριά της πόλης. Στο βάθος, μέσα στο θαμπό πρωϊνό, αμέτρητοι μιναρέδες σου υπενθυμίζουν τη φυσιογνωμία του χώρου στον οποίο βρίσκεσαι. Η γλυκύτητα του Βοσπόρου. Μάλλον έχουμε ξεχαστεί στην ομορφιά του τοπίου…
Μας διαφημίζουν το μεσημεριανό φαγητό στο σπίτι της Λωξάντρας, στο Γκερλίκ. Όσοι θέλουν, λένε. Πώς να μην πάμε; Αναλογίζομαι αν εγώ βλέπω τα πράγματα μέσα από τη λογοτεχνία ή το υποβάλλουν κι οι πράκτορές μας; Πάντως στο Γκερλίκ μύρισα Λωξάντρα. Ένα χαμηλό, δίπατο, σπίτι που στο ισόγειό του λειτουργεί μεγάλο εστιατόριο. Καλό φαγητό, και δεν ξέρω αν παρεμβαίνουν ελληνικά χέρια ή μόνο η αυθυποβολή πως είμαστε φιλοξενούμενοι της ηρωΐδας που μας χόρτασε γεύσεις, Ελλάδα και ζωή. Μετά τις μπύρες μια διαβολική νύστα, εκεί μέσα στο σπίτι της γυναίκας που "λυπάται τις ώρες που της κλέβει ο ύπνος απ' τη ζωή". Στο βάθος της θάλασσας του Μαρμαρά τα Πριγκηπονήσια, σα να κοιμούνται κι αυτά…
Το απογευματινό σεργιάνι στην πόλη και στην αγορά της έχει μια ιδιαίτερη γοητεία. Αρχίζουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα. Φοβόμαστε λιγότερο, κινούμαστε άνετα ανάμεσα στους πάγκους και τα μικρομάγαζα. Τέσσερις χιλιάδες μαγαζάκια στην κεντρική της αγορά, το Καπαλί Τσαρσί, όλη σκεπασμένη. Χάνεσαι και τα χάνεις. Φιλικό κλίμα. Οι Τούρκοι ζουν από τους Έλληνες. Νομίζω πως είμαστε οι καλύτεροι πελάτες τους. Βγαίνουμε από την αγορά και περπατάμε στους δρόμους της Πόλης. Οι μικροπωλητές μας παίρνουν το κατόπι. Ένα ευρώ μπορεί να τους είναι αρκετό. Μεταφράζεται κοντά σε πάνω από ενάμισυ εκατομμύριο τουρκικές λίρες. Από τα μεγάφωνα των μιναρέδων οι φωνές των μουεζίνηδων περιχύνουν στην πόλη μια υπομονετική μελαγχολία και ανατολίτικη νωχέλεια.
Τη νύχτα βρεθήκαμε στα χανουμάκια. Μου ακουγότανε πριν λιγάκι προσβλητικό. Κάθε άλλο. Ωραίο θέαμα, όχι άσεμνο. Ταιριάζει με την Ανατολή. Καθώς χορεύαμε στην πίστα, ένας νταουλτζής ήρθε μπροστά μας και χτυπούσε το νταούλι του. Τον κέρασα τρία εκατομμύρια λίρες. Σκέφτηκα ότι τέτοια νούμερα στην Ελλάδα για οικονομικές δοσοληψίες δεν θα χρησιμοποιήσουμε μάλλον ποτέ πια. Ο Τούρκος καλλιτέχνης έδειχνε ενθουσιασμένος…
Κυριακή πρωΐ στο Φανάρι. Η λειτουργία στον Άγιο Γεώργιο περίπου στη μέση της. Ο κόσμος - όλοι αυτοί άραγε είναι Έλληνες της πόλης;- παρακολουθεί ήμερα την ακολουθία. Οι άνθρωποι τελικά γεννούν τη συγκίνηση. Και είναι όντως συγκινητικό, αν μπορέσεις ν' ακούσεις τις ψαλμωδίες της πίστης μας σ' αυτό το περιβάλλον. Ο Πατριάρχης στο δεσποτικό, όρθιος, κοιτάζει με γαλήνη το άπειρο. Τον φωτογράφισα. Αναρωτιέμαι, γιατί;
Ομολογώ ότι το Φανάρι το περίμενα κάπως κεντρικότερα. Βρίσκεται σ' ένα ψήλωμα, στην άκρη σχεδόν του Κεράτιου. Μια ταπεινή δύναμη, σε μια ταπεινή γειτονιά της Πόλης. "Άθλια" τη χαρακτήριζε ο Μ. Καραγάτσης στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις και συμπλήρωνε: "Δεν υπάρχει κανείς πια οργανικός λόγος να δικαιολογεί την παραμονή του εκεί". Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το μέρος αυτό συνέδεσε το όνομά του με τη λαμπρότερη, επιδέξια πολιτική δραστηριότητα των φαναριωτών. Υπήρξε ένα κράτος εν κράτει.Αυτά στο παρελθόν. Το μέλλον του δεν ξέρω ποιο είναι. Έξω από τον πατριαρχικό περίβολο δεκάδες Τούρκοι μικροπωλητές μας πολιορκούν: "Γιώργο", "Μαρία" για να πουλήσουν σουβενίρ, καπέλα, κεντήματα… Τα πάντα εν πάσι.
Όλα χωράνε τελικά σε μια πόλη, την Πόλη: μεγάλα και μικρά, αιώνια και καθημερινά, ομόθρησκα και αλλόθρησκα. "Ομολογώ" , γράφει ο Μ. Καραγάτσης, "πως επηρεασμένος - σαν Έλληνας - από το μεγαλείο της μεσαιωνικής ιστορίας μας, παρ' όλίγον να πέσω σ' αυτό το σφάλμα… Αλλά η Αγιά Σοφιά, ο ναός Σεργίου και Βάκχου, ο Ιππόδρομος, τα χερσαία τείχη, δεν γίνεται να αντικρισθούν ξέχωρα από το Σουλτάν Αχμέτ Τζαμί, από το Τοπ Καπού Σαράϊ και από τα άλλα μύρια κτίσματα που ανέγειρε η πέντε αιώνων κυριαρχία ενός λαού, χαρακτηρισμένου από πολιτισμό ελάσσονα βεβαίως, αλλά ιδιότυπο και ενδιαφέροντα".
Βγαίνουμε από την Πόλη και πιάνουμε τον απέραντο ευθύ δρόμο που διασχίζει ολόκληρη την Ανατολική Θράκη. Ωραία, ήμερη ενδοχώρα. Έκλαψαν πολύ οι Θρακιώτες, όταν την έχασαν. Μικροί γήλοφοι, με ελαφριά κλίση προς τη θάλασσα. Εύφορα χώματα, μεγάλα καταπράσινα χωράφια. Η θάλασσα της Προποντίδας σα να δένει σε απόλυτη συνέχεια με τη γη. Εικόνα για τον καμβά ενός ζωγράφου.
Στη Ραιδεστό, μεγάλη παραλιακή πόλη, κάνουμε την τελευταία μας στάση πριν ξεκινήσουμε για την Ελλάδα. Πέφτει πάλι πάνω μας το σμήνος των μικροπωλητών. Ένας ξερακιανός Τούρκος, κοντά στα εξήντα μας πλησιάζει με μια τσάντα γεμάτη μπλουζάκια. Έχουμε μπει για τα καλά στο παιχνίδι. Άλλωστε μας είχαν ειδοποιήσει ότι οι Τούρκοι δεν πουλάνε χωρίς παζάρια. Αρχίζουν τα παζάρια. Σκληρά παζάρια. Μας παίρνει ώρα. Δεν συμφωνούμε. Ο Τούρκος, πειραγμένος που δεν κατάφερε να μας πείσει, σηκώνει την τσάντα του να φύγει. Είναι η τελευταία φράση που άκουσα αποχαιρετώντας την Τουρκία: ""Αι σιχτίρ, Γιουνάν"…

Γρηγόρης Κοντός
Απρίλιος 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου