Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

TO MEΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ Ή Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ένα κρίσιμο στοίχημα, που θέτει η εποχή μας, είναι αν θα πεθάνει ή όχι το διάβασμα. Ακόμα κι αυτό όμως επιδέχεται διπλή ανάγνωση: θα πεθάνει, διότι δεν διαβάζουμε οι σημερινοί άνθρωποι ή και διότι άλλοι κώδικες επικοινωνίας θα το αντικαταστήσουν άρδην;
Είναι αλήθεια βέβαια πως η εποχή μας, με τα ποικίλα συμφραζόμενά της, ευνοεί, θα έλεγε κανείς, το πιθανό (πιθανότατο για άλλους) ενδεχόμενο: θα πεθάνει το διάβασμα; Μέσα στην ευκολία του θεάματος (περισσότερο κοιτάμε και λιγότερο βλέπουμε)΄ στη δυναστεία της εικόνας΄ στην ευτέλεια, αλλά και στη νάρκη της κοινωνίας, το διάβασμα τείνει να γίνει πολυτέλεια ή …διαστροφή. Ο χρόνος μας, λιγοστός και σακαταμένος, ταϊζει με τα λεπτά του άλλες ψευδαισθήσεις και ματαιότητες΄ όχι το επ’ ωφελεία του πνεύματος αυτονόητο.
Όμως η από αιώνες λυσιτελής συνήθεια του διαβάσματος και του βιβλίου, κινδυνεύει κι από έναν όψιμο εχθρό: την τεχνολογία και την εξέλιξη. Λένε πως σήμερα οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές επέβαλαν (κι όσο βαδίζουμε προς το μέλλον θα επιβάλουν καθ’ ολοκληρίαν) ένα άλλο μοντέλο επικοινωνίας. Το πρώτο δεδομένο που κυριαρχεί και θα κυριαρχεί εφεξής είναι η εικόνα ως προσομοίωση της πραγματικότητας. Είναι άλλωστε πολύ διαδεδομένη σήμερα η έννοια της εικονικής πραγματικότητας. Το δεύτερο είναι η φωνή , ως αντανάκλαση και απομίμηση της ανθρώπινης φωνής. Είναι γνωστό ότι ήδη κυκλοφορούν ηλεκτρονικά υπολογιστικά συστήματα που “ακούνε” τη φωνή του χρήστη τους, την ξεχωρίζουν από χιλιάδες άλλες φωνές, την αποκωδικοποιούν και συνεργάζονται μαζί της.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω στοιχείων μπορεί ενδεχομένως να σημάνει ένα γερό χτύπημα στην αναγνωστική διάθεση και συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου. Τι νόημα θα έχει πλέον να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο, αφού θα μπορεί να “ακούει” ένα “κείμενο” και να βλέπει ταυτοχρόνως εικόνες που θα συσχετίζονται με την ιδιότυπη αυτή “ανάγνωση”; Για τούτο και δεν είναι διόλου απίθανο κάποια βιβλία του μέλλοντος να μην… τυπώνονται καν. Θα “εκφωνούνται” από τον δημιουργό τους και θα “ακούγονται” (όρα “διαβάζονται”) από τον, πως να τον χαρακτηρίσουμε, ωτακουστή τους.
Είναι προφανές πως δεν μιλάμε για βιβλία με χρηστικό προορισμό, που τα ανοίγεις απλώς για να τα συμβουλευτείς για κάτι συγκεκριμένο, όπως οι εγκυκλοπαίδειες, τα λεξικά, τα βιβλία των ειδικοτήτων και άλλα παρόμοια. Αυτά μάλλον μπορούν να συνεργαστούν αποτελεσματικά με τη σύγχρονη τεχνολογία. Ο λόγος μας είναι για τα βιβλία που έχουν αφεαυτών τη σφραγίδα του δημιουργού, έχουν μια διακριτή ταυτότητα και μια πνοή που δυναμώνει στη συνείδηση του αναγνώστη.
Πρέπει όμως εδώ να απασαφηνίσουμε και να αποφασίσουμε βασικούς ορισμούς: Το διάβασμα, όπως λέει και η ετυμολογία του, είναι απλό πέρασμα, όπου παίρνει κανείς στα γρήγορα, χωρίς στάσεις και εντρύφηση, ό,τι είναι δυνατόν από μια βιαστική πορεία. Σ’ αυτή τη δυσοίωνη προοπτική ίσως καταλήξει το ηλεκτρονικό “διάβασμα”. Δεν είναι εύκολο να μαθητεύσεις στον κόσμο ενός βιβλίου ή ενός δημιουργού, αν δεν σταματήσεις, δεν αφουγκραστείς τη σκέψη του συγγραφέα, αν δεν ψηλαφήσεις τον εσωτερικό του ρυθμό, αν δεν ταξιδέψεις, όσο διαρκεί αυτή η διαδικασία, μαζί του.
Αντιθέτως, η ανάγνωση, που προέρχεται από το ανα-γιγνώσκω, σημαίνει γνωριμία, αναδίφηση, κατανόηση, μαθητεία. Πρόκειται για τη συγκλονιστική μέθεξη σ’ έναν κόσμο, που τον μοιράζεται μαζί σου ο δημιουργός. Είναι κάτι πολύ ουσιαστικότερο από το απλό,απρογραμμάτιστο διάβασμα. Προσωπικώς, ως ένας τακτικός αναγνώστης, προτιμώ τη λέξη ανάγνωση, για την τύχη της οποίας και ανησυχώ.
Η ένσταση σ’ αυτό το σημείο μπορεί να είναι πως και με τη βοήθεια του υπολογιστή διαβάζουμε ένα βιβλίο, αφού υπάρχει πλέον η δυνατότητα να τοποθετήσουμε βιβλία ολόκληρα στο σύστημα του υπολογιστή και να τα “ξεφυλλίσουμε”. Σύμφωνοι. Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία, που τα ονομάζω συμβατικώς “εξωαναγνωστικά”, τα οποία ολοκληρώνουν την εικόνα και τη διαδικασία της κλασικής ανάγνωσης, ενώ είναι αδύνατον να λειτουργήσουν στις ηλεκτρονικές σελίδες ενός υπολογιστή.
Εξηγούμαι: Ο χρόνος, από τη στιγμή που αγοράζεις ένα βιβλίο, μέχρι της στιγμής που τακτοποιείς τους λογαριασμούς σου μαζί του και το τοποθετείς στη βιβλιοθήκη σου, λειτουργεί ως βοηθητικό στοιχείο της ανάγνωσης. Είναι η χρυσή της επικουρία . Όσοι διαβάζουν με έναν τρόπο που υπαινίχθηκα, μπορούν να νιώθουν την ανατριχίλα της αφής ενός βιβλίου.
Ψηλαφείς το βιβλίο, χαϊδεύεις τα εξώφυλλά του, το μυρίζεις. Η μυρωδιά του βιβλίου με θέλγει, όπως με συγκινεί το κόψιμο των φύλλων σε ορισμένα από αυτά. Είναι κι αυτή μια τελετουργία, που μοιάζει να σου αποκαλύπτει σιγά σιγά κρυμμένες γωνιές του βιβλίου, λέξεις που σποράδην συλλαμβάνει το βλέμμα σου, καθώς φυλλομετράς το βιβλίο, πριν βουτήξεις μέσα του.
Κι αν το βιβλίο, όπως λένε είναι ο καλύτερός μας φίλος, αυτό ισχύει εν πολλοίς γιατί μπορούμε να το κουβαλάμε όπου δη. Μπορούμε να έχουμε τη συντροφιά του, όποτε την επιθυμούμε, να το βάλουμε κάτω από το μαξιλάρι μας, όπως ο Μ. Αλέξανδρος την Ιλιάδα. Δεν νομίζω πως είναι το ίδιο εύκολο και κομψό, για πρακτικούς και άλλους πολλούς λόγους, να κουβαλάς παντού έναν υπολογιστή.
Αρνούμαι να δεχτώ ότι στο μέλλον, όταν θα λέμε βιβλιοθήκη, θα εννοούμε μια άδεια αίθουσα με δυο-τρεις υπολογιστές κι άλλα τόσα ραφάκια με cd-rom. Θα μου φαίνονταν σαν μια απίστευτη καρικατούρα, αν το ηχηρότερο θέσφατο του Μαλλαρμέ για το βιβλίο μεταποιούνταν στο «ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σε έναν υπολογιστή». Ξέρουμε ότι η τεχνολογία κερδίζει καθημερινώς έδαφος. Βλέπουμε όμως και τις βλαπτικές της παρενέργειες, όπως στην περίπτωση της ανάγνωσης, που οδηγούν σε μια αφύσικη στρέβλωση.
Παρά ταύτα αισιοδοξώ εν τέλει για το μέλλον της ανάγνωσης, όπως την ορίσαμε. Μπορεί οι φανατικοί της ανάγνωσης να χαρακτηριστούν ρομαντικοί, νοσταλγοί μιας χαμένης υπόθεσης. Η ανάγνωση όμως θα υφίσταται, όσο οι τελευταίοι ρομαντικοί θα επιμένουν να διαβάζουν ένα βιβλίο και να χάνονται στις ασπρόμαυρες σελίδες του, να ταξιδεύουν χωρίς όρια, να σαγηνεύονται από τη γραφή και τις δολιχοδρομίες της , να διαστέλουν τόσο υπέροχα τον χρόνο τους, να ισορροπούν, να χαίρονται, να λυπούνται…Χίλια δυο όμορφα συναισθήματα, που οφείλονται σ’ αυτή τη μυστηριακή μέθεξη, την ολοκληρωτική ταύτιση με τον κόσμο του βιβλίου. Είναι άραγε καταδικασμένα σε θάνατο όλα ετούτα τα εκπληκτικά συναισθήματα;
Πάντως, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα μπορούν να παραχθούν, αν απέναντί μας βρίσκεται μια «ομιλούσα» ηλεκτρονική οθόνη. Μιλάμε για δυο διαφορετικούς πλανήτες. Και κανείς δεν ξέρει αν διαφορετικοί πλανήτες υποστηρίζονται από τους ίδιους θεούς.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ως χρονολογικό πλαίσιο αυτής της περιήγησης θα ορίσουμε συμβατικά την περίοδο από το 1830 (δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους) μέχρι σήμερα.
Η προϊστορία



Η κυρίως Ελλάδα στην περίοδο της τουρκοκρατίας δεν μπορεί να έχει λογοτεχνική παραγωγή για ιστορικούς λόγους. Στις παρυφές του ελληνισμού όμως (παροικιακός ελληνισμός του εξωτερικού, Επτάνησα) διαμορφώνεται το κατάλληλο κλίμα για λογοτεχνική παραγωγή. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες που δίνουν αξιοπρόσεκτα λογοτεχνικά κείμενα. Είναι γνωστή η Εφτανησιακή Σχολή στο κέντρο της οποίας δεσπόζει η μεγάλη μορφή του Διονυσίου Σολωμού (Ο Σολωμός χρίσθηκε αργότερα Εθνικός μας ποιητής, αφού έγινε ο "Ύμνος στην Ελευθερία" εθνικός ύμνος του νεοσύστατου κράτους). Οι εφτανησιώτες ποιητές με καλλιέργεια γλωσσική προετοιμάζουν το έδαφος για τη νεότερη ποίηση. Θέματά τους: το έθνος, η γυναίκα, η θρησκεία κ.α.

1830 - 1880 - Παλιά Αθηναϊκή Σχολή

Όταν μεταφέρεται η πρωτεύουσα της Ελλάδας στην Αθήνα, αρχίζει σιγά - σιγά να δημιουργείται ένας νέος πυρήνας λογίων γύρω κυρίως από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου λειτούργησαν τότε οι πρώτες σχολές. Εκείνοι που επηρεάζουν το κλίμα της π. Αθηναϊκής Σχολής είναι οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι οποίοι στην πλειονότητά τους υπερασπίζονται την καθαρεύουσα (γλώσσα ψυχρή και μάλλον ακατάλληλη για λογοτεχνία) και τον ψυχρό ακαδημαϊσμό. Κυρίαρχο ρεύμα αυτής της γενιάς είναι ο Ρομαντισμός. Ονόματα (κυρίως στην πεζογραφία, αλλά και στην ποίηση ) αυτής της περιόδου: Αλ. Σούτσος , Αλ. Ρίζος-Ραγκαβής, Γ. Ζαλοκώστας, Θ. Ορφανίδης, Δ. Βαλαβάνης, Δ. Παπαρρηγόπουλος, Σπ. Βασιλειάδης, Αχ . Παράσχος κ.α.)

1880 - 1920 Νέα Αθηναϊκή Σχολή ( ή γενιά του ' 80)

α) Στην ποίηση κυριαρχεί η βαριά σκιά του Κωστή Παλαμά. Άλλοι ποιητές: Ν. Καμπάς, Γ. Δροσίνης, Ι. Πολέμης,Λ. Μαβίλης, Ι. Γρυπάρης, Λ. Πορφύρας, Μ. Μαλακάσης κ.α) Είναι η περίοδος της ανάπτυξης ενός μεγάλου κινήματος, των δημοτικιστών, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ακαδημαϊκό κατεστημένο του Πανεπιστημίου Αθηνών (κυριαρχεί ο Παλαμάς, ο Α. Πάλλης κ.α). Οι δημοτικιστές συγκρούονται με τους καθαρευουσιάνους και σιγά- σιγά καθιερώνεται ως γλώσσα της λογοτεχνίας η Δημοτική, αλλά τα δυο στρατόπεδα (καθαρεύουσας και δημοτικής) θα παραμείνουν ενεργά και αντίπαλα για αρκετά ακόμα χρόνια).
β) στην πεζογραφία κυριαρχούν μεικτότερες τάσεις. Εχουμε τη γένεση της σύγχρονης διηγηματογραφίας με θέματα κυρίως από την ελληνική ύπαιθρο και γλώσσα είτε την καθαρεύουσα είτε τη δημοτική (ηθογραφικό διήγημα). Διηγηματογράφοι: Γεώργιος Βιζυηνός, Αλ. Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Μ. Μητσάκης, Ι. Κονδυλάκης κ.α).



Κ. Π. Καβάφης

Τυπικά , ληξιαρχικά ανήκει στη γενιά του '80. Είναι όμως μια εντελώς ανεξάρτητη περίπτωση, ποιητής που έζησε και έγραψε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ποίηση λιτή. Ολιγόστιχη, τολμηρή, εκπληκτική σε εύρος και ποιητική ευαισθησία. Θεωρείται σήμερα από τους μεγαλύτερους ποιητές παγκοσμίως, ο πιο πολυμεταφρασμένος 'Ελληνας ποιητής σε πολλές γλώσσες του κόσμου.


Σικελιανός - Βάρναλης

Μεγάλοι ποιητές, μετά τον Παλαμά, κυριαρχούν στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Σικελιανός με εθνικά χαρακτηριστικά στην ποίησή του και ο Βάρναλης με κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά, ως αριστερός, στην ποίησή του.




Στην πεζογραφία, επηρεάζονται οι λογοτέχνες από τα μεγάλα γεγονότα της Ελλάδας, αλλά και από κοινωνικά θέματα. Γνωστοί πεζογράφοι αυτής της περιόδου: Ίων Δραγούμης, Πηνελόπη Δέλτα, Κ. Χρηστομάνος, Κ. Χατζόπουλος, Κ. Θεοτόκης και ο μεγάλος της λογοτεχνίας μας Νίκος Καζαντζάκης, ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πέζογράφος, που πρέπει να τον εξετάσει κανείς ξεχωριστά για να καταλάβει το μέγεθος του πεζογραφικού του έργου. Επίσης πρέπει να μνημονευθεί η ιδιαίτερη περίπτωση του ευρωπαϊστή και λογίου συγγραφέα Εμμανουήλ Ροΐδη.

Η Γενιά του Μεσοπολέμου

Τα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) και μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ονομάζονται μεσοπόλεμος και σ' αυτά απηχείται η παρακμή και η πτώση της Ελλάδας μετά την μεγάλη της ήττα.
Στην ποίηση κυρίαρχο πρόσωπο, που εκφράζει έναν πεσιμισμό (απαισιοδοξία) είναι ο Κ. Καρυωτάκης. Στη διηγηματογραφία θα αναφέραμε τον Δημοσθένη Βουτυρά.

Η Γενιά του '30 (1930)

Μια νέα γενιά λογοτεχνών, ένα νέο ρεύμα αρχίζει να μορφοποιείται μετά το 1930. Ώριμα τα λογοτεχνικά πράγματα στην Ελλάδα, καθιερωμένη η δημοτική στους λογοτεχνικούς κύκλους. Οι επαφές με την Ευρώπη και την Αμερική δίνουν μια νέα ώθηση στη λογοτεχνία
Ποίηση: γενάρχης αυτής της γενιάς θεωρείται ο Γιώργος Σεφέρης (βραβείο Νόμπελ Ποίησης το 1963), σημαντικός ποιητής και διανοούμενος με εκτόπισμα πνευματικό σ' όλη την Ευρώπη κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Η γενιά όμως αυτή έδωσε τους αξιολογότερους ποιητές πέραν του Σεφέρη: Γιάννης Ρίτσος, Οδ. Ελύτης (βραβείο Νόμπελ Ποίησης το 1979), Νικηφόρος Βρετάκος, Γιώργος Σαραντάρης, και οι υπερρεαλιστές ποιητές Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος.
Πεζογραφία: και εδώ έχουμε πολύ μεγάλα ονόματα. Με ανανεωμένη θεματογραφία, υλικό από τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, αλλά και αφορμές από τα μεγάλα γεγονότα της φυλής (π.χ. Μικρασία και καταστροφή) οι πεζογράφοι αυτής της γενιάς δίνουν απαράμιλλα έργα.
Φ. Κόντογλου, Θρ. Καστανάκης, Στρ. Μυριβήλης, Ηλ. Βενέζης, Γ. Θεοτοκάς, Μ. Καραγάτσης, Αγγ. Τερζάκης, Π. Πρεβελάκης.



Μεταπολεμική ποίηση και πεζογραφία

Α. Ποίηση

Η πρώτη μεταπολεμική γενιά στην ποίηση είναι προφανές ότι επηρεάστηκε από γεγονότα του πολέμου και της κατοχής στην Ελλάδα.
Μια τάση αυτής της γενιάς είναι η αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση. Γνωστοί ποιητές αυτής της γενιάς: Μανόλης Αναγνωστάκης (πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνική και πολιτική ποίηση), Τάσος Λειβαδίτης, Γιώργος Σινόπουλος, Τίτος Πατρίκιος, Γιώργης Παυλόπουλος).
Μια άλλη τάση αυτής της γενιάς είναι η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση. Οι ποιητές αυτοί εδώ θεωρούνται συνεχιστές των υπερρεαλιστών Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου [ υπερρεαλισμός: ποιητικό ρεύμα που υπερπηδά τον ρεαλισμό και στηρίζεται στην αυτόματη γραφή και τον συνειρμό]. Εκπρόσωποι: Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Δ. Π. Παπαδίτσας, Μίλτος Σαχτούρης.
Στην πεζογραφία ονόματα όπως ο Στρατής Τσίρκας, η Διδώ Σωτηρίου, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Κ. Ταχτσής, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Τόλης Καζαντζής, ο Νίκος Κάσδαγλης, ο Ανδρέας Φραγκιάς, ο Αλεξ. Κοτζιάς, ο Δημ. Χατζής κ.α. δίνουν μια νέα ώθηση στην ελληνική πεζογραφία.
Κυριαρχούν διάφορες τάσεις:
Η πρώτη είναι ο ρεαλισμός, η απεικόνιση της σύγχρονης Ελλάδας, μετά τα σκληρά χρόνια του πολέμου, τη κατοχής και του εμφυλίου. (Νίκος Κάσδαγλης, Κ. Ταχτσής, Αλεξ. Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Δημ. Χατζής)
Η δεύτερη είναι των κοινωνικών και πολιτικών προβληματισμών (Κ. Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Στρατής Τσίρκας, Μ. Αλεξανδρόπουλος, Σπ. Πλασκοβίτης, Άρης Αλεξάνδρου κ.α).
Η τρίτη τάση είναι της φυγής από την πραγματικότητα (λυρική πεζογραφία του κλειστού χώρου). Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τατιάνα Γκρίτση- Μιλλιέξ, Κώστας Στεργιόπουλος, Εύα Βλάμη, Άγγελος Βλάχος, Γαλάτεια Σαράντη.
Νέες εκφραστικές αναζητήσεις: κυρίως η ομάδα των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης με χαρακτηριστικά, τον εσωτερικό μονόλογο, το εξομολογητικό ύφος, την ανατρεπτικότητα, το παράλογο, τις κωμικές καταστάσεις: Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Δέλιος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γιώργος Βαφόπουλος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Δημήτρης Δημητριάδης, ενώ στη Χαλκίδα έχουμε τον Γιάννη Σκαρίμπα.




Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά

Σε δύσκολες περιόδους για την Ελλάδα και τον κόσμο γεννιέται μια νέα γενιά λογοτεχνών.
Στην ποίηση κυριαρχεί η διάψευση των οραμάτων και η στροφή στη διερεύνηση του εσωτερικού κόσμου. Ονόματα: Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, Νίκος- Αλέξης Ασλάνογλου, Κική Δημουλά, Μάνος Ελευθερίου, Ανέστης Ευαγγέλου, Βασίλης Καραβίτης,Μάρκος Μέσκος, Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Στην πεζογραφία κυριαρχούν ποικίλες αναζητήσεις (ελεύθερη γραφή, ιστορικές αφορμές, ιδεολογικά κείμενα, στο κέντρο της γενιάς αυτής βρίσκεται και η δικτατορία του 1967 -1974, όπως και το Πολυτεχνείο). Ονόματα: Μάριος Χάκκας, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Θανάσης Βαλτινός, Χριστόφορος Μηλιώνης, Γιώργος Χειμωνάς, Ευγενία Φακίνου, Άρης Φακίνος, Άλκη Ζέη, Μάρω Δούκα, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Γιάννης Πάνου, Ρέα Γαλανάκη.

Η Γενιά του '70 (1970)

Η τελευταία γενιά λογοτεχνών που κωδικοποιείται σήμερα. Είναι η γενιά που υπάρχει σήμερα στα γράμματα.
Ποίηση: χωρίς η γενιά αυτή να έχει συγκλονιστικά βιώματα (πόλεμοι κλπ) στρέφεται στην παλιότερη ποιητική παράδοση.
Ονόματα: Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Βαρβέρης, Μιχάλης Γκανάς, Γιάννης Κοντός, Χριστόφορος Λιοντάκης, Τζένη Μαστοράκη, Κώστας Παπαγεωργίου Λευτέρης Πούλιος, Γιάννης Υφαντής, Αντώνης Φωστιέρης, Μίμης Σουλιώτης.
Πεζογραφία: αρκετά αξιόλογα τα ονόματα: Σωτήρης Δημητρίου, Δημήτρης Νόλλας, Γιώργος Μιχαηλίδης, Νίκος Χουλιαράς, κ.α.
Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει η ομάδα των Μανόλη Ξεξάκη, Ηλία Κουτσούκου, Πάνου Θεοδωρίδη, κ.α.



Οι Τωρινοί

Στην τρέχουσα πεζογραφία ακούγονται και συζητιούνται τα ονόματα των εξής : Νίκος Θέμελης, Ρέα Γαλανάκη, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Ιωάννα Καρυστιάνη, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Νίκος Παπανδρέου, Κατερίνα Ζαρόκωστα, Μισέλ Φάϊς, Ζυράννα Ζατέλη, Θ. Γρηγοριάδης κ.α.
Στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, η Σοφία Νικολαΐδου, ο Σάκης Σερέφας, κ.α.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

ΓΙΑΤΙ ΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ;

Τι θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις; Το διαχρονικά αμήχανο ερώτημα των μεγάλων προς τα παιδιά έχει γίνει πια επίκαιρα αμείλικτο. Τι μπορείς να γίνεις ή (καλύτερα) τι σου επιτρέπεται να γίνεις, όταν μεγαλώσεις! Η μικρή αυτή τροποποίηση στη διατύπωση ενός ερωτήματος απεικονίζει τη μεγάλη αλλαγή στη ματιά της κοινωνίας μας την τελευταία εικοσαετία.
Τι μπορούμε πια να πούμε στα παιδιά μας. Στη γενιά μας οι μεγαλύτεροι συμβούλευαν να παλαίψουμε, να κοπιάσουμε, να μάθουμε, να διεκδικήσουμε το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Τους ακούσαμε, δεχθήκαμε την πρόκληση και κάναμε αυτό που θεωρούσαμε συμφέρον και σωστό για τη ζωή μας και το μέλλον μας.
Τώρα ήρθε η σειρά μας να συμβουλεύσουμε τα παιδιά μας. Τι μπορούμε πια να πούμε στα παιδιά μας. Διαμορφώθηκε ερήμην τους μια κοινωνία που δεν μπορεί να δείξει σχεδόν πουθενά. Να σηκώσεις το χέρι σου και να δείξεις. Ναι, αλλά προς ποια κατεύθυνση; Λέμε λοιπόν και μεις το ίδιο μάθημα στα παιδιά μας (αυτό που είπαν οι πατεράδες μας σε μας).
Ωθούμε τα παιδιά μας να διαβάσουν, να πάρουν πτυχία ξένων γλωσσών, να τελειώσουν το πανεπιστήμιο, τα μεταπτυχιακά. Τι θα κερδίσουν από όλα αυτά; Ένα θλιβερό μηδέν. Νέοι επιστήμονες με όρεξη για ζωή, μένουν χρόνια άνεργοι, ανένταχτοι κοινωνικά, στο περιθώριο μιας κοινωνίας που αυτάρεσκα «κτίζεται» για να βολέψει τις «καθεστηκυίες» ηλικίες, όπως θα έλεγε κι ο Θουκυδίδης. Η κοινωνία αυτή (και η πολιτεία) δεν τους δίνει το δικαίωμα να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να ελπίσουν. Νέα παιδιά, που φθάνουν τα τριάντα τους, δεν μπορούν να αισθανθούν ότι μπαίνουν στο γήπεδο της ζωής και παίζουν κι εκείνοι το ρόλο τους στην εξέλιξη του αγώνα. Νιώθουν αποτυχημένοι, απορριπτέοι, από μια κοινωνία που επενδύει στο μοντέλο του «επιτυχημένου».
Λέμε ακόμα στα παιδιά μας να είναι τίμια, ειλικρινή, να μη στηρίζονται στις πλάτες άλλων, να μην εκμεταλλεύονται τον κόπο των άλλων. Αντ’ αυτών των νουθεσιών τι βλέπουν τα παιδιά μας; Παιδεία καθημαγμένη και αναποτελεσματική. Πολιτικούς βουτηγμένους στην ασυδοσία, τον νεποτισμό και την ανεντιμότητα. Καταχραστές του δημόσιου κόπου. Επίορκους δικαστές, εμπλεκόμενους σε παραδικαστικά κυκλώματα, αρνητές της ιδέας της καθαρής και αδέκαστης δικαιοσύνης. Μοναχούς και ιερωμένους σκανδαλίζοντες με ανίερες οικονομικές συναλλαγές, με συμμετοχή σε σεξουαλικά σκάνδαλα και ηλεκτρονική πορνογραφία. Σε ποιον να ακουμπήσουν οι νέοι τη διάθεσή τους, την ανυστεροβουλία τους;
Ανοίγουν την τηλεόραση για να ξεδώσουν από τον καθημερινό Γολγοθά τους (λένε ότι οι Έλληνες μαθητές εργάζονται σκληρότερα από οποιονδήποτε μαθητή σε όλη την Ευρώπη) κι έρχονται αντιμέτωποι με την πιο άθλια πραγματικότητα. Άνθρωποι που ληρούν ανενδοίαστα, με ανεκδιήγητη ελαφράδα. Εκπομπές με πολιτισμικό μέσο όρο κάτω του μετρίου. Ευτέλεια, υποκρισία, ψευτοπροοδευτικότητα, ανύπαρκτη αισθητική, να τι εισπράττουν οι μαθητές μας, όταν αποφασίζουν να ανοίξουν την τηλεόραση.
Τους λέμε ν’ αγαπήσουν, να ερωτευτούν γνήσια, όχι ψεύτικα-κάλπικα. Ποια είναι η πραγματικότητα όμως; Μια κοινωνική ζωή γεμάτη υποκρισία, ζωή συμβάσεων και δήθεν. Η αγάπη ως αρετή εντελώς κατεστραμμένη και ποδοπατημένη. Ο έρωτας, πληγωμένος, ενταγμένος στο κανάλι του συμφέροντος, του εγωϊσμού, της φιλαυτίας. Αντ’ αυτού στα ύψη η αποθέωση της σάρκας, του σεξισμού, της ελαφράδας. Κτίζονται έτσι ανθρώπινες σχέσεις; Τι καλούμε να εισπράξει ο νέος; Μια κοινωνία αποδιοργανωμένη, χωρίς κοινωνικό ιστό, βουτηγμένη στον άκρατο ατομικισμό, στην αποθέωση του εγώ.
Έχουν δίκιο να οργίζονται οι νέοι μας; Ποιος από εμάς τους μεγαλύτερους είναι έτοιμος να απαντήσει σ’ αυτό το κρίσιμο ερώτημα; Με το χέρι στην καρδιά. Νιώθω όμως ότι κάποιοι παραείναι έτοιμοι να λοιδορήσουν τη νέα γενιά: γενιά τεμπέληδων, χωρίς όνειρα, χωρίς πολιτική ευαισθησία, η γενιά που τα έχει όλα.
Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Οι νέοι, που τα έχουν όλα, αλλά δεν έχουν τίποτε, όπως λέει κάπου η Ρέα Γαλανάκη. Οι νέοι μας είναι αυτό που είναι πάντα και σε κάθε εποχή οι νέοι: ανυστερόβουλοι, έντιμοι, ειλικρινείς, ανοιχτοί στη γνώση, με θέληση να πετύχουν το καλύτερο για τη ζωή τους. Αυτό είναι το πρωτογενές υλικό τους. Τα υπόλοιπα οφείλει να τα προσφέρει η κοινωνία και η πολιτεία: όραμα, ελπίδα, προοπτική, δικαίωμα στο όνειρο, συλλογικό και προσωπικό. Τα δίνουμε; Ιδού το ερώτημα. Έχω την πεποίθηση πως όχι, δεν τα δίνουμε. Και το χειρότερο είναι πως οι νέοι το ξέρουν. Γνωρίζουν ότι ήραμε την εμπιστοσύνη μας προς ό,τι έχουν τη δύναμη να καταφέρουν. Και με κοινωνικό αυτισμό προς τη μεριά των νέων δεν χτίζεται μέλλον.
Ας γίνουμε, έστω και για μια φορά, ειλικρινείς: οι νέοι, έχουν το δικαίωμα του λάθους. Κι όταν κάνουν λάθος, οφείλουμε να τους βοηθάμε να το διορθώνουν κι όχι να τους κατακεραυνώνουμε με εισαγγελικό ύφος. Εκείνοι που δεν έχουμε δικαίωμα στο λάθος είμαστε εμείς, οι μεγάλοι: γονείς, δάσκαλοι, πολιτικοί, δικαστές, ιερωμένοι, επιστήμονες.
Ένα λάθος μπορούμε να χρεώσουμε στους νέους: το θανάσιμο αμάρτημα της οργής, κατά τον ιερό Αυγουστίνο. Οι νέοι μας οργίζονται. Οργίζονται για μια κοινωνία που είναι αυτό που δεν έπρεπε να είναι. Οργίζονται για αυτά που έπρεπε να έχουν, μα δεν τους επιτρέπουμε να έχουν. Οργίζονται για αυτά που δεν έπρεπε να βλέπουν, μα που τους αναγκάζουμε να βλέπουν. Οργίζονται…
Κι η κοινωνία τους πληρώνει πολύ σκληρά γι’αυτό: σκοτώνοντας τους ίδιους, σκοτώνοντας τα όνειρά τους…
Ποιος απ’όλους διαπράττει το πιο θανάσιμο αμάρτημα;

Γρηγόρης Κοντός