Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Πήραν την Πόλιν…

Εις την πόλιν, εις ταν πολ, Instanbul...

Δεν φανταζόμουνα την Πόλη τόσο δική μας και τόσο ξένη ταυτόχρονα. Την επισκέφθηκα, οπλισμένος με την ουδετερότητα ενός τουρίστα παρότι, όπως σε πολλούς από μας, σκιρτούσε μέσα μου η ανάγκη να συμπορευθώ, έστω για λίγο, μαζί της, να μαγευτώ από τη μαγεία της.
Πήγα, και επιστράτευσα πηγαίνοντας όλη την ψυχραιμία της ιστορίας. Η Πόλη: ένας τέλειος και ένας τελειωμένος θρύλος. Έφευγα, βουτηγμένος στα ανομολόγητα, μύχια σύνδρομα του αλυτρωτισμού της φυλής. Μου πέρασε μια υποψία: κανείς άνθρωπος της ορθόδοξης φυλής μας δεν μπορεί να φύγει αλώβητος από το κρυφό βάσανο της Βασιλεύουσας, που το κουβαλάμε αταβιστικά στους νευρώνες μας. Η Πόλη, η πόλη μας.
Μετά τραβάς πάλι, διακριτικά και … πολιτισμένα, το μπερντέ της ιστορίας˚ και ναρκώνεις έτσι στη λήθη της την αλήθεια των συναισθημάτων.
Παρασκευή χαράματα, πρωταπριλιάτικο πρωϊνό, περνούσαμε τα Θεοδοσιανά τείχη προς το κέντρο της Πόλης. Προσκύνημα χαρακτηρίζουν οι περισσότεροι ταξιδιωτικοί πράκτορες αυτή την εκδρομή. Θέλοντας να ξύσουν, όσο γίνεται επιμελώς, το εθνικό μας απωθημένο. Κερδίζουν απ' αυτό.
Πρώτος μας προορισμός: η Παναγία των Βλαχερνών. Λιτή εκκλησιά, με έναν εξίσου λιτό περίβολο. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ο Ακάθιστος Ύμνος εψάλη σ' αυτή την εκκλησιά, στην άκρη της πόλης, κι όχι στην Αγιά-Σοφιά ή στους Αγίους Αποστόλους. Κατόπιν έκανα τους συλλογισμούς. Οι Βλαχέρνες βρίσκονται κοντά στα δυτικά τείχη, απ' όπου απειλούνταν η Πόλη από τους Οθωμανούς. Λίγο αργότερα, εκεί κοντά, ο ξεναγός μάς έδειχνε την Κερκόπορτα.
Πριν αφήσουμε τις Βλαχέρνες, ψάλαμε - εντελώς ξενυχτισμένοι και κουρασμένοι, όχι από την αγωνία της πτώσης πια, αλλά λόγω της κατάπτωσης του ταξιδιού - το "τη Υπερμάχω". Προσπάθησα να συγκινηθώ. Δεν νομίζω ότι τα κατάφερα.
Στο δυτικό άξονα της Πόλης πάλι, έξω από τα Θεοδοσιανά τείχη, η συνοικία του Μπαλουκλί. Μου φάνηκε ελληνικότερη απ' οτιδήποτε άλλο σήμερα στην Πόλη. Φτάνοντας βλέπεις τους τάφους των Ρωμιών, τα ελληνικά μνήματα˚ "ραχάτ μπαξέ" μας τονίζει ο ξεναγός μας, ένας νεαρός Ξανθιώτης μουσουλμάνος. Μέσα στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, σ' ένα χαμηλότερο σημείο της μια στέρνα με νερό, που αναβρύζει από τα έγκατα. Δυο-τρία ψαράκια κολυμπούν στα καθαρά νερά της. Με κάποιους μακρινούς προγόνους τους στήθηκε ο θρύλος του καλόγερου που με το άκουσμα της πτώσης τούφυγαν τα μισοτηγανισμένα ψάρια απ' το τηγάνι και ξαναμπήκαν στο νερό! Ένας νεοέλληνας σχολίασε με προπέτεια: "παραμύθια". Τα ψαράκια, φαίνεται, είχαν συγκινηθεί περισσότερο…
Η Ελλάδα της Πόλης είναι τελικά αυτές οι εκκλησιές της. Εκεί μέσα θα βρεις κάποιους Έλληνες ή κατά τι ελληνίζοντες, για να παραφράσω τον ποιητή. Ψάχνω να δω πού αλλού η Πόλη πάλλεται με ελληνικό τόνο. Για μεσημεριανό το πρόγραμμα του πρακτορείου μάς κατηύθυνε σε μια ψαροταβέρνα, στην ψαραγορά της Πόλης. Ο ιδιοκτήτης της Έλληνας. Χορτάσαμε και γι αυτό το λόγο. Η Προποντίδα και η θάλασσα του Μαρμαρά έχει άφθονο ψάρι και η ψαραγορά της Πόλης είναι εκπληκτική.
Την επόμενη μέρα στο κέντρο της Ιστορίας, στην άκρη της ευρωπαϊκής χερσονήσου της Πόλης. Τα δυο μεγάλα μνημεία, που αναμετριώνται καθημερινά με την Ιστορία και μεταξύ τους: το Μπλε Τζαμί και Η Αγιά-Σοφιά. Λένε ότι η ματαιοδοξία του Σουλτάνου Αχμέτ Β΄ (αν δεν κάνω λάθος) ζήτησε από τον ονομαστό Καππαδόκη αρχιτέκτονα Σινάν μια εκκλησιά μεγαλύτερη απ' την Αγιά-Σοφιά, κι εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε. Έγινε το μεγαλούργημα, αλλά νικητής βγήκε ο Θεός των Βυζαντινών. Το τζαμί υπολείπεται κατά μερικά μέτρα σε ύψος της Αγιά-Σοφιάς και ο θόλος του στηρίζεται σε τέσσερις υπέρογκες κολόνες. Λένε ακόμα ότι ο Σουλτάνος είχε ζητήσει τέσσερις χρυσούς μιναρέδες. Όταν ο Σινάν παρέδωσε το τζαμί με έξι απλούς, πέτρινους μιναρέδες, ο Σουλτάνος του ζήτησε το λόγο: κι εκείνος έκοψε την αλαζονεία του αφέντη του με τη φράση: "κατάλαβα ότι μου ζητήσατε έξι μιναρέδες (alun) και όχι χρυσούς (alu).
Μπαίνουμε στο τζαμί. Με τα παπούτσια στο χέρι. Στην είσοδο μάς δίνουν πλαστική σακούλα για να βάλουμε τα παπούτσια. Ένας αχανής, περιποιημένος χώρος, όλος στρωμένος με χαλιά. Κανένα κάθισμα ή στασίδι. Οι μουσουλμάνοι γονατίζουν στην προσευχή τους. Πιο ταπεινό αυτό και πιο ανατολίτικο. Και μάλλον θρυμματίζει την όποια αλαζονεία. Μου κάνει εντύπωση η φροντίδα των Τούρκων φυλάκων. Μαλώνουν σε αυστηρό τόνο όσους δεν συγκινούνται από την ιεροπρέπεια του χώρου και προσπαθούν να φορέσουν τα παπούτσια τους μέσα στο ναό: "Παπούτσ΄ όξω, παπούτσ' όξω".
Μόλις σταμάτησε η ανοιξιάτικη μπόρα. Ένας θαμπός απριλιάτικος ήλιος ξεπρόβαλε. Απέναντι, στον ίδιο χώρο, εκεί, όπου οι βυζαντινοί παλιά είχαν τον ιππόδρομο, ο τεράστιος εντυπωσιακός όγκος της Αγιά- Σοφιάς. Βαδίζουμε με τα πόδια. Το ξεφλουδισμένο κοκκινωπό χρώμα που πρόσθεσαν οι Τούρκοι στο εξωτερικό του ναού δεν μ' αρέσει. Δείχνει αφροντισιά. Μπαίνουμε μέσα. Από τον πρόναο αρχίζει ήδη το δέος. Ένας τεράστιος κτισμένος χώρος, πέντε τόσα στρέμματα, πλημμυρισμένος από την πολυχρωμία του μαρμάρου. Από ένα ύψος και πάνω αρχίζει η απρέπεια. Οι μουσουλμάνοι κάλυψαν όλες τις ψηφιδωτές αγιογραφίες με το αραβικό επίχρισμα της ώχρας. Τέσσερα τεράστια στρογγυλά δέρματα καμήλας, μας εξηγεί ο ξεναγός, στα τέσσερα μεγάλα τόξα που στηρίζουν τον απέραντο τρούλο, γράφουν πάνω ονόματα Σουλτάνων. Δεν μπορούν, αλίμονο, ν' αντιληφθούν το έγκλημα; Τώρα βλέπεις σκαλωσιές στο κέντρο, κάτω από τον ουράνιο τρούλο της Αγιά- Σοφιάς. Επιχειρούν να διορθώσουν τη βαρβαρότητα; Πιθανόν. Ίδωμεν.
Πενήντα έξι κάτι μέτρα ύψους. Έπρεπε ν' ανεβούμε το πλακόστρωτο ανέβασμα στον εξώστη της για να αντιληφθούμε περισσότερο τη μεγαλοσύνη της Αγιά-Σοφιάς. Η Αγιά-Σοφιά είναι ένας ίλιγγος. Δεν ξέρω αν ένιωσα θρησκευτική συγκίνηση. Μάλλον όχι. Ένιωσα όμως το δέος μπροστά στο μεγαλείο του ανθρώπου και του Θεού. Σιωπηλή, αρχοντική μεγαλοπρέπεια. Η Αγία Σοφία δεν ανήκει πια σε μας. Δεν ανήκει καν στους Τούρκους. Ανήκει στην οικουμένη, όπως όλα τα σπουδαία μνημεία…
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Θρηνείς εσωτερικά, όχι γι' αυτό που μπορείς να ξανα-έχεις, αλλά γι΄αυτό που έχασες οριστικά. Οι σημερινοί Τούρκοι δεν φαίνονται να συγκινούνται απ' όλα αυτά. Άνευροι, ανυποψίαστοι απ' όσα συνέβησαν πριν την παρουσία τους εδώ. Βρέθηκαν ξαφνικά με μια πολύτιμη, ανεκτίμητη "περιουσία" στα χέρια τους. Η Πόλη, σαν επίκληρος κόρη, τους προσφέρθηκε από την Ιστορία. Γι' αυτό ακριβώς δεν μπορούν να την εκτιμήσουν.
Η Κωνσταντινούπολη σου δίνει την εικόνα ότι έχει δυο ταχύτητες: από τη μια η Πόλη του μύθου και της Ιστορίας, που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σ' όλα τα μεγάλα, ιστορικά σημεία της Πόλης. Και το αισθάνεσαι αυτό, θες λόγω εθνικής έξαρσης, θες λόγω τουριστικής συγκίνησης. Από την άλλη υπάρχει η πόλη των Ανατολιτών. Ένας άθλιος συρφετός, που τρέχει ξοπίσω σου, για να πουλήσει μικροπράγματα του ενός ή των δύο ευρώ. Με ατέλειωτα ανατολίτικα παζάρια, που σε κουράζουν αφάνταστα, όταν σταματήσουν να έχουν το μικρό φολκλορικό ενδιαφέρον τους. Κι όλα αυτά εκεί, ανάμεσα στα χνάρια της Ιστορίας της πόλης, η οποία τους φιλοξενεί. Σου δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν καν χαμπάρι από το τεράστιο βάρος που κουβαλούν στις πλάτες τους, ανυποψίαστοι, φτωχοί άποικοι της Ανατολίας. Ρωτούσα στη μεγάλη τους αγορά, το Καπαλί Τσαρσί, μια νεαρή Τουρκάλα, που πουλούσε μπαχαρικά και τσάγια: "Είσαι απ' την Πόλη;" κι εκείνη απάντησε: "Απ' το Αναντολού. Εδώ ήρθα από τεσσάρων ετών. Εδώ ντουλιά". Και ντουνιά, σκέφτομαι, πολύ ντουνιά. Δεκαεφτά εκατομμύρια ψυχές επισήμως αριθμεί η Πόλη. Είκοσι ανεπισήμως. Σαν αποφώλιο τέρας, ξεχείλισε από την ιστορική της μήτρα και απλώνεται συνεχώς. Παντελώς άναρχη διόγκωση. Μια πόλη που προεκτείνεται ένθεν κακείθεν του Βοσπόρου, ανοικονόμητα, βουλιμικά, χωρίς πρόγραμμα. Και εκεί αρχίζουν τα προβλήματα. Το νερό στα προβληματικά δίκτυα της Πόλης δεν μπορείς να το πιεις, ούτε μάλλον και να το λουστείς. Πεντάλμυρο. Ίσως να αφαλατώνουν θαλασσινό. Εταιρείες με εμφιαλωμένα διοχετεύουν καθημερινά στα σπίτια τους νερό. Όπως παλιά οι γαλατάδες το γάλα…
Τριγυρίζουμε με το λεωφορείο στις κεντρικές λεωφόρους της Πόλης. Μεγάλοι δρόμοι, άνετοι, μιλώ μόνο για το κέντρο. Αναρωτιέμαι: σε ποια από αυτές τις λεωφόρους παρήλασε ο ήρωας του Θεοτοκά, ο Λεωνής, πρόσκοπος μαζί με τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα, όταν μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη το 1919; Η πρώτη φορά ,κι η τελευταία, που έμπαινε ελληνικός στρατός στην Πόλη, μετά την άλωση.
Σε κάποιο φανάρι, μετά την πλατεία Ταξίμ, σταματάμε. Ζηλεύω που οι Τούρκοι είχαν τέτοια έμπνευση. Αντί για απλό πράσινο ή κόκκινο στο φανάρι, ανάβει ένα ηλεκτρονικό χρονόμετρο που σου δείχνει τα δευτερόλεπτα μέχρι να ξεκινήσεις. Έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο ένα, μηδέν. Πώς πέρασαν έξι αιώνες από τότε; Η ιστορία της Πόλης κόλλησε σ' αυτό το μηδέν. Ας το ξεχάσουμε. Το έθνος κοιτάζει μπροστά, μαθαίνοντας από τα πάθη της Ιστορίας. Ο γερο-Φραντζής, ήρωας του Θεοτοκά στην "Αργώ", ο οποίος περιφρονούσε τη μάθηση, έλεγε: "Με τον παρά, θα ξαναπάρουμε την Αγιά-Σοφιά και θα γίνουμε πάλι μεγάλο γένος και αυτοκρατορία". Δεν υπάρχουν πια τέτοιες διαμεσολαβήσεις. Δεν συγχωρούνται εθνικές μυωπίες. Την απάντηση την ακούς από την ίδια μεριά της Πόλης, από τον παπού του άλλου ήρωα του Θεοτοκά, του Λεωνή: "Είμαστε ένα έθνος νεόφτωχο". Δεν είναι ο υλικός πλούτος που μας θωρακίζει σαν έθνος. Η πνευματική ζωή μας χρειάζεται κι εκεί πράγματι είμαστε νεόφτωχοι. Το έθνος χρειάζεται την αλήθεια. Μ' αυτή ας τραφεί…
Το φανάρι ανάβει. Ξεκινάμε. Περνάμε τη γέφυρα του Γαλατά στον Κεράτιο και σε λίγο φτάνουμε στον προβλήτα του Βοσπόρου. Για τις επόμενες δυο ώρες κρουαζέρια στα στενά του Βοσπόρου. Τώρα νιώθω να κατακτώ τη γεωγραφία της Πόλης. Δεν είναι εύκολο τελικά να τη χωνέψεις από τους χάρτες. Παραπλέουμε την απέναντι ασιατική πλευρά της πόλης, που ενώνεται με την ευρωπαϊκή χάρη σε δυο μεγάλες κρεμαστές γέφυρες. Την αισθάνομαι ακίνητη, εχθρική, ζηλόφθονη για όσα πέτυχε η εδώθε του Βοσπόρου πλευρά. Κωνσταντινούπολη είναι τελικά η ευρωπαϊκή μεριά της πόλης. Στο βάθος, μέσα στο θαμπό πρωϊνό, αμέτρητοι μιναρέδες σου υπενθυμίζουν τη φυσιογνωμία του χώρου στον οποίο βρίσκεσαι. Η γλυκύτητα του Βοσπόρου. Μάλλον έχουμε ξεχαστεί στην ομορφιά του τοπίου…
Μας διαφημίζουν το μεσημεριανό φαγητό στο σπίτι της Λωξάντρας, στο Γκερλίκ. Όσοι θέλουν, λένε. Πώς να μην πάμε; Αναλογίζομαι αν εγώ βλέπω τα πράγματα μέσα από τη λογοτεχνία ή το υποβάλλουν κι οι πράκτορές μας; Πάντως στο Γκερλίκ μύρισα Λωξάντρα. Ένα χαμηλό, δίπατο, σπίτι που στο ισόγειό του λειτουργεί μεγάλο εστιατόριο. Καλό φαγητό, και δεν ξέρω αν παρεμβαίνουν ελληνικά χέρια ή μόνο η αυθυποβολή πως είμαστε φιλοξενούμενοι της ηρωΐδας που μας χόρτασε γεύσεις, Ελλάδα και ζωή. Μετά τις μπύρες μια διαβολική νύστα, εκεί μέσα στο σπίτι της γυναίκας που "λυπάται τις ώρες που της κλέβει ο ύπνος απ' τη ζωή". Στο βάθος της θάλασσας του Μαρμαρά τα Πριγκηπονήσια, σα να κοιμούνται κι αυτά…
Το απογευματινό σεργιάνι στην πόλη και στην αγορά της έχει μια ιδιαίτερη γοητεία. Αρχίζουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα. Φοβόμαστε λιγότερο, κινούμαστε άνετα ανάμεσα στους πάγκους και τα μικρομάγαζα. Τέσσερις χιλιάδες μαγαζάκια στην κεντρική της αγορά, το Καπαλί Τσαρσί, όλη σκεπασμένη. Χάνεσαι και τα χάνεις. Φιλικό κλίμα. Οι Τούρκοι ζουν από τους Έλληνες. Νομίζω πως είμαστε οι καλύτεροι πελάτες τους. Βγαίνουμε από την αγορά και περπατάμε στους δρόμους της Πόλης. Οι μικροπωλητές μας παίρνουν το κατόπι. Ένα ευρώ μπορεί να τους είναι αρκετό. Μεταφράζεται κοντά σε πάνω από ενάμισυ εκατομμύριο τουρκικές λίρες. Από τα μεγάφωνα των μιναρέδων οι φωνές των μουεζίνηδων περιχύνουν στην πόλη μια υπομονετική μελαγχολία και ανατολίτικη νωχέλεια.
Τη νύχτα βρεθήκαμε στα χανουμάκια. Μου ακουγότανε πριν λιγάκι προσβλητικό. Κάθε άλλο. Ωραίο θέαμα, όχι άσεμνο. Ταιριάζει με την Ανατολή. Καθώς χορεύαμε στην πίστα, ένας νταουλτζής ήρθε μπροστά μας και χτυπούσε το νταούλι του. Τον κέρασα τρία εκατομμύρια λίρες. Σκέφτηκα ότι τέτοια νούμερα στην Ελλάδα για οικονομικές δοσοληψίες δεν θα χρησιμοποιήσουμε μάλλον ποτέ πια. Ο Τούρκος καλλιτέχνης έδειχνε ενθουσιασμένος…
Κυριακή πρωΐ στο Φανάρι. Η λειτουργία στον Άγιο Γεώργιο περίπου στη μέση της. Ο κόσμος - όλοι αυτοί άραγε είναι Έλληνες της πόλης;- παρακολουθεί ήμερα την ακολουθία. Οι άνθρωποι τελικά γεννούν τη συγκίνηση. Και είναι όντως συγκινητικό, αν μπορέσεις ν' ακούσεις τις ψαλμωδίες της πίστης μας σ' αυτό το περιβάλλον. Ο Πατριάρχης στο δεσποτικό, όρθιος, κοιτάζει με γαλήνη το άπειρο. Τον φωτογράφισα. Αναρωτιέμαι, γιατί;
Ομολογώ ότι το Φανάρι το περίμενα κάπως κεντρικότερα. Βρίσκεται σ' ένα ψήλωμα, στην άκρη σχεδόν του Κεράτιου. Μια ταπεινή δύναμη, σε μια ταπεινή γειτονιά της Πόλης. "Άθλια" τη χαρακτήριζε ο Μ. Καραγάτσης στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις και συμπλήρωνε: "Δεν υπάρχει κανείς πια οργανικός λόγος να δικαιολογεί την παραμονή του εκεί". Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το μέρος αυτό συνέδεσε το όνομά του με τη λαμπρότερη, επιδέξια πολιτική δραστηριότητα των φαναριωτών. Υπήρξε ένα κράτος εν κράτει.Αυτά στο παρελθόν. Το μέλλον του δεν ξέρω ποιο είναι. Έξω από τον πατριαρχικό περίβολο δεκάδες Τούρκοι μικροπωλητές μας πολιορκούν: "Γιώργο", "Μαρία" για να πουλήσουν σουβενίρ, καπέλα, κεντήματα… Τα πάντα εν πάσι.
Όλα χωράνε τελικά σε μια πόλη, την Πόλη: μεγάλα και μικρά, αιώνια και καθημερινά, ομόθρησκα και αλλόθρησκα. "Ομολογώ" , γράφει ο Μ. Καραγάτσης, "πως επηρεασμένος - σαν Έλληνας - από το μεγαλείο της μεσαιωνικής ιστορίας μας, παρ' όλίγον να πέσω σ' αυτό το σφάλμα… Αλλά η Αγιά Σοφιά, ο ναός Σεργίου και Βάκχου, ο Ιππόδρομος, τα χερσαία τείχη, δεν γίνεται να αντικρισθούν ξέχωρα από το Σουλτάν Αχμέτ Τζαμί, από το Τοπ Καπού Σαράϊ και από τα άλλα μύρια κτίσματα που ανέγειρε η πέντε αιώνων κυριαρχία ενός λαού, χαρακτηρισμένου από πολιτισμό ελάσσονα βεβαίως, αλλά ιδιότυπο και ενδιαφέροντα".
Βγαίνουμε από την Πόλη και πιάνουμε τον απέραντο ευθύ δρόμο που διασχίζει ολόκληρη την Ανατολική Θράκη. Ωραία, ήμερη ενδοχώρα. Έκλαψαν πολύ οι Θρακιώτες, όταν την έχασαν. Μικροί γήλοφοι, με ελαφριά κλίση προς τη θάλασσα. Εύφορα χώματα, μεγάλα καταπράσινα χωράφια. Η θάλασσα της Προποντίδας σα να δένει σε απόλυτη συνέχεια με τη γη. Εικόνα για τον καμβά ενός ζωγράφου.
Στη Ραιδεστό, μεγάλη παραλιακή πόλη, κάνουμε την τελευταία μας στάση πριν ξεκινήσουμε για την Ελλάδα. Πέφτει πάλι πάνω μας το σμήνος των μικροπωλητών. Ένας ξερακιανός Τούρκος, κοντά στα εξήντα μας πλησιάζει με μια τσάντα γεμάτη μπλουζάκια. Έχουμε μπει για τα καλά στο παιχνίδι. Άλλωστε μας είχαν ειδοποιήσει ότι οι Τούρκοι δεν πουλάνε χωρίς παζάρια. Αρχίζουν τα παζάρια. Σκληρά παζάρια. Μας παίρνει ώρα. Δεν συμφωνούμε. Ο Τούρκος, πειραγμένος που δεν κατάφερε να μας πείσει, σηκώνει την τσάντα του να φύγει. Είναι η τελευταία φράση που άκουσα αποχαιρετώντας την Τουρκία: ""Αι σιχτίρ, Γιουνάν"…

Γρηγόρης Κοντός
Απρίλιος 2005

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

TO MEΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ Ή Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ένα κρίσιμο στοίχημα, που θέτει η εποχή μας, είναι αν θα πεθάνει ή όχι το διάβασμα. Ακόμα κι αυτό όμως επιδέχεται διπλή ανάγνωση: θα πεθάνει, διότι δεν διαβάζουμε οι σημερινοί άνθρωποι ή και διότι άλλοι κώδικες επικοινωνίας θα το αντικαταστήσουν άρδην;
Είναι αλήθεια βέβαια πως η εποχή μας, με τα ποικίλα συμφραζόμενά της, ευνοεί, θα έλεγε κανείς, το πιθανό (πιθανότατο για άλλους) ενδεχόμενο: θα πεθάνει το διάβασμα; Μέσα στην ευκολία του θεάματος (περισσότερο κοιτάμε και λιγότερο βλέπουμε)΄ στη δυναστεία της εικόνας΄ στην ευτέλεια, αλλά και στη νάρκη της κοινωνίας, το διάβασμα τείνει να γίνει πολυτέλεια ή …διαστροφή. Ο χρόνος μας, λιγοστός και σακαταμένος, ταϊζει με τα λεπτά του άλλες ψευδαισθήσεις και ματαιότητες΄ όχι το επ’ ωφελεία του πνεύματος αυτονόητο.
Όμως η από αιώνες λυσιτελής συνήθεια του διαβάσματος και του βιβλίου, κινδυνεύει κι από έναν όψιμο εχθρό: την τεχνολογία και την εξέλιξη. Λένε πως σήμερα οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές επέβαλαν (κι όσο βαδίζουμε προς το μέλλον θα επιβάλουν καθ’ ολοκληρίαν) ένα άλλο μοντέλο επικοινωνίας. Το πρώτο δεδομένο που κυριαρχεί και θα κυριαρχεί εφεξής είναι η εικόνα ως προσομοίωση της πραγματικότητας. Είναι άλλωστε πολύ διαδεδομένη σήμερα η έννοια της εικονικής πραγματικότητας. Το δεύτερο είναι η φωνή , ως αντανάκλαση και απομίμηση της ανθρώπινης φωνής. Είναι γνωστό ότι ήδη κυκλοφορούν ηλεκτρονικά υπολογιστικά συστήματα που “ακούνε” τη φωνή του χρήστη τους, την ξεχωρίζουν από χιλιάδες άλλες φωνές, την αποκωδικοποιούν και συνεργάζονται μαζί της.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω στοιχείων μπορεί ενδεχομένως να σημάνει ένα γερό χτύπημα στην αναγνωστική διάθεση και συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου. Τι νόημα θα έχει πλέον να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο, αφού θα μπορεί να “ακούει” ένα “κείμενο” και να βλέπει ταυτοχρόνως εικόνες που θα συσχετίζονται με την ιδιότυπη αυτή “ανάγνωση”; Για τούτο και δεν είναι διόλου απίθανο κάποια βιβλία του μέλλοντος να μην… τυπώνονται καν. Θα “εκφωνούνται” από τον δημιουργό τους και θα “ακούγονται” (όρα “διαβάζονται”) από τον, πως να τον χαρακτηρίσουμε, ωτακουστή τους.
Είναι προφανές πως δεν μιλάμε για βιβλία με χρηστικό προορισμό, που τα ανοίγεις απλώς για να τα συμβουλευτείς για κάτι συγκεκριμένο, όπως οι εγκυκλοπαίδειες, τα λεξικά, τα βιβλία των ειδικοτήτων και άλλα παρόμοια. Αυτά μάλλον μπορούν να συνεργαστούν αποτελεσματικά με τη σύγχρονη τεχνολογία. Ο λόγος μας είναι για τα βιβλία που έχουν αφεαυτών τη σφραγίδα του δημιουργού, έχουν μια διακριτή ταυτότητα και μια πνοή που δυναμώνει στη συνείδηση του αναγνώστη.
Πρέπει όμως εδώ να απασαφηνίσουμε και να αποφασίσουμε βασικούς ορισμούς: Το διάβασμα, όπως λέει και η ετυμολογία του, είναι απλό πέρασμα, όπου παίρνει κανείς στα γρήγορα, χωρίς στάσεις και εντρύφηση, ό,τι είναι δυνατόν από μια βιαστική πορεία. Σ’ αυτή τη δυσοίωνη προοπτική ίσως καταλήξει το ηλεκτρονικό “διάβασμα”. Δεν είναι εύκολο να μαθητεύσεις στον κόσμο ενός βιβλίου ή ενός δημιουργού, αν δεν σταματήσεις, δεν αφουγκραστείς τη σκέψη του συγγραφέα, αν δεν ψηλαφήσεις τον εσωτερικό του ρυθμό, αν δεν ταξιδέψεις, όσο διαρκεί αυτή η διαδικασία, μαζί του.
Αντιθέτως, η ανάγνωση, που προέρχεται από το ανα-γιγνώσκω, σημαίνει γνωριμία, αναδίφηση, κατανόηση, μαθητεία. Πρόκειται για τη συγκλονιστική μέθεξη σ’ έναν κόσμο, που τον μοιράζεται μαζί σου ο δημιουργός. Είναι κάτι πολύ ουσιαστικότερο από το απλό,απρογραμμάτιστο διάβασμα. Προσωπικώς, ως ένας τακτικός αναγνώστης, προτιμώ τη λέξη ανάγνωση, για την τύχη της οποίας και ανησυχώ.
Η ένσταση σ’ αυτό το σημείο μπορεί να είναι πως και με τη βοήθεια του υπολογιστή διαβάζουμε ένα βιβλίο, αφού υπάρχει πλέον η δυνατότητα να τοποθετήσουμε βιβλία ολόκληρα στο σύστημα του υπολογιστή και να τα “ξεφυλλίσουμε”. Σύμφωνοι. Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία, που τα ονομάζω συμβατικώς “εξωαναγνωστικά”, τα οποία ολοκληρώνουν την εικόνα και τη διαδικασία της κλασικής ανάγνωσης, ενώ είναι αδύνατον να λειτουργήσουν στις ηλεκτρονικές σελίδες ενός υπολογιστή.
Εξηγούμαι: Ο χρόνος, από τη στιγμή που αγοράζεις ένα βιβλίο, μέχρι της στιγμής που τακτοποιείς τους λογαριασμούς σου μαζί του και το τοποθετείς στη βιβλιοθήκη σου, λειτουργεί ως βοηθητικό στοιχείο της ανάγνωσης. Είναι η χρυσή της επικουρία . Όσοι διαβάζουν με έναν τρόπο που υπαινίχθηκα, μπορούν να νιώθουν την ανατριχίλα της αφής ενός βιβλίου.
Ψηλαφείς το βιβλίο, χαϊδεύεις τα εξώφυλλά του, το μυρίζεις. Η μυρωδιά του βιβλίου με θέλγει, όπως με συγκινεί το κόψιμο των φύλλων σε ορισμένα από αυτά. Είναι κι αυτή μια τελετουργία, που μοιάζει να σου αποκαλύπτει σιγά σιγά κρυμμένες γωνιές του βιβλίου, λέξεις που σποράδην συλλαμβάνει το βλέμμα σου, καθώς φυλλομετράς το βιβλίο, πριν βουτήξεις μέσα του.
Κι αν το βιβλίο, όπως λένε είναι ο καλύτερός μας φίλος, αυτό ισχύει εν πολλοίς γιατί μπορούμε να το κουβαλάμε όπου δη. Μπορούμε να έχουμε τη συντροφιά του, όποτε την επιθυμούμε, να το βάλουμε κάτω από το μαξιλάρι μας, όπως ο Μ. Αλέξανδρος την Ιλιάδα. Δεν νομίζω πως είναι το ίδιο εύκολο και κομψό, για πρακτικούς και άλλους πολλούς λόγους, να κουβαλάς παντού έναν υπολογιστή.
Αρνούμαι να δεχτώ ότι στο μέλλον, όταν θα λέμε βιβλιοθήκη, θα εννοούμε μια άδεια αίθουσα με δυο-τρεις υπολογιστές κι άλλα τόσα ραφάκια με cd-rom. Θα μου φαίνονταν σαν μια απίστευτη καρικατούρα, αν το ηχηρότερο θέσφατο του Μαλλαρμέ για το βιβλίο μεταποιούνταν στο «ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σε έναν υπολογιστή». Ξέρουμε ότι η τεχνολογία κερδίζει καθημερινώς έδαφος. Βλέπουμε όμως και τις βλαπτικές της παρενέργειες, όπως στην περίπτωση της ανάγνωσης, που οδηγούν σε μια αφύσικη στρέβλωση.
Παρά ταύτα αισιοδοξώ εν τέλει για το μέλλον της ανάγνωσης, όπως την ορίσαμε. Μπορεί οι φανατικοί της ανάγνωσης να χαρακτηριστούν ρομαντικοί, νοσταλγοί μιας χαμένης υπόθεσης. Η ανάγνωση όμως θα υφίσταται, όσο οι τελευταίοι ρομαντικοί θα επιμένουν να διαβάζουν ένα βιβλίο και να χάνονται στις ασπρόμαυρες σελίδες του, να ταξιδεύουν χωρίς όρια, να σαγηνεύονται από τη γραφή και τις δολιχοδρομίες της , να διαστέλουν τόσο υπέροχα τον χρόνο τους, να ισορροπούν, να χαίρονται, να λυπούνται…Χίλια δυο όμορφα συναισθήματα, που οφείλονται σ’ αυτή τη μυστηριακή μέθεξη, την ολοκληρωτική ταύτιση με τον κόσμο του βιβλίου. Είναι άραγε καταδικασμένα σε θάνατο όλα ετούτα τα εκπληκτικά συναισθήματα;
Πάντως, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα μπορούν να παραχθούν, αν απέναντί μας βρίσκεται μια «ομιλούσα» ηλεκτρονική οθόνη. Μιλάμε για δυο διαφορετικούς πλανήτες. Και κανείς δεν ξέρει αν διαφορετικοί πλανήτες υποστηρίζονται από τους ίδιους θεούς.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ως χρονολογικό πλαίσιο αυτής της περιήγησης θα ορίσουμε συμβατικά την περίοδο από το 1830 (δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους) μέχρι σήμερα.
Η προϊστορία



Η κυρίως Ελλάδα στην περίοδο της τουρκοκρατίας δεν μπορεί να έχει λογοτεχνική παραγωγή για ιστορικούς λόγους. Στις παρυφές του ελληνισμού όμως (παροικιακός ελληνισμός του εξωτερικού, Επτάνησα) διαμορφώνεται το κατάλληλο κλίμα για λογοτεχνική παραγωγή. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες που δίνουν αξιοπρόσεκτα λογοτεχνικά κείμενα. Είναι γνωστή η Εφτανησιακή Σχολή στο κέντρο της οποίας δεσπόζει η μεγάλη μορφή του Διονυσίου Σολωμού (Ο Σολωμός χρίσθηκε αργότερα Εθνικός μας ποιητής, αφού έγινε ο "Ύμνος στην Ελευθερία" εθνικός ύμνος του νεοσύστατου κράτους). Οι εφτανησιώτες ποιητές με καλλιέργεια γλωσσική προετοιμάζουν το έδαφος για τη νεότερη ποίηση. Θέματά τους: το έθνος, η γυναίκα, η θρησκεία κ.α.

1830 - 1880 - Παλιά Αθηναϊκή Σχολή

Όταν μεταφέρεται η πρωτεύουσα της Ελλάδας στην Αθήνα, αρχίζει σιγά - σιγά να δημιουργείται ένας νέος πυρήνας λογίων γύρω κυρίως από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου λειτούργησαν τότε οι πρώτες σχολές. Εκείνοι που επηρεάζουν το κλίμα της π. Αθηναϊκής Σχολής είναι οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι οποίοι στην πλειονότητά τους υπερασπίζονται την καθαρεύουσα (γλώσσα ψυχρή και μάλλον ακατάλληλη για λογοτεχνία) και τον ψυχρό ακαδημαϊσμό. Κυρίαρχο ρεύμα αυτής της γενιάς είναι ο Ρομαντισμός. Ονόματα (κυρίως στην πεζογραφία, αλλά και στην ποίηση ) αυτής της περιόδου: Αλ. Σούτσος , Αλ. Ρίζος-Ραγκαβής, Γ. Ζαλοκώστας, Θ. Ορφανίδης, Δ. Βαλαβάνης, Δ. Παπαρρηγόπουλος, Σπ. Βασιλειάδης, Αχ . Παράσχος κ.α.)

1880 - 1920 Νέα Αθηναϊκή Σχολή ( ή γενιά του ' 80)

α) Στην ποίηση κυριαρχεί η βαριά σκιά του Κωστή Παλαμά. Άλλοι ποιητές: Ν. Καμπάς, Γ. Δροσίνης, Ι. Πολέμης,Λ. Μαβίλης, Ι. Γρυπάρης, Λ. Πορφύρας, Μ. Μαλακάσης κ.α) Είναι η περίοδος της ανάπτυξης ενός μεγάλου κινήματος, των δημοτικιστών, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ακαδημαϊκό κατεστημένο του Πανεπιστημίου Αθηνών (κυριαρχεί ο Παλαμάς, ο Α. Πάλλης κ.α). Οι δημοτικιστές συγκρούονται με τους καθαρευουσιάνους και σιγά- σιγά καθιερώνεται ως γλώσσα της λογοτεχνίας η Δημοτική, αλλά τα δυο στρατόπεδα (καθαρεύουσας και δημοτικής) θα παραμείνουν ενεργά και αντίπαλα για αρκετά ακόμα χρόνια).
β) στην πεζογραφία κυριαρχούν μεικτότερες τάσεις. Εχουμε τη γένεση της σύγχρονης διηγηματογραφίας με θέματα κυρίως από την ελληνική ύπαιθρο και γλώσσα είτε την καθαρεύουσα είτε τη δημοτική (ηθογραφικό διήγημα). Διηγηματογράφοι: Γεώργιος Βιζυηνός, Αλ. Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Μ. Μητσάκης, Ι. Κονδυλάκης κ.α).



Κ. Π. Καβάφης

Τυπικά , ληξιαρχικά ανήκει στη γενιά του '80. Είναι όμως μια εντελώς ανεξάρτητη περίπτωση, ποιητής που έζησε και έγραψε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ποίηση λιτή. Ολιγόστιχη, τολμηρή, εκπληκτική σε εύρος και ποιητική ευαισθησία. Θεωρείται σήμερα από τους μεγαλύτερους ποιητές παγκοσμίως, ο πιο πολυμεταφρασμένος 'Ελληνας ποιητής σε πολλές γλώσσες του κόσμου.


Σικελιανός - Βάρναλης

Μεγάλοι ποιητές, μετά τον Παλαμά, κυριαρχούν στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Σικελιανός με εθνικά χαρακτηριστικά στην ποίησή του και ο Βάρναλης με κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά, ως αριστερός, στην ποίησή του.




Στην πεζογραφία, επηρεάζονται οι λογοτέχνες από τα μεγάλα γεγονότα της Ελλάδας, αλλά και από κοινωνικά θέματα. Γνωστοί πεζογράφοι αυτής της περιόδου: Ίων Δραγούμης, Πηνελόπη Δέλτα, Κ. Χρηστομάνος, Κ. Χατζόπουλος, Κ. Θεοτόκης και ο μεγάλος της λογοτεχνίας μας Νίκος Καζαντζάκης, ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πέζογράφος, που πρέπει να τον εξετάσει κανείς ξεχωριστά για να καταλάβει το μέγεθος του πεζογραφικού του έργου. Επίσης πρέπει να μνημονευθεί η ιδιαίτερη περίπτωση του ευρωπαϊστή και λογίου συγγραφέα Εμμανουήλ Ροΐδη.

Η Γενιά του Μεσοπολέμου

Τα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) και μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ονομάζονται μεσοπόλεμος και σ' αυτά απηχείται η παρακμή και η πτώση της Ελλάδας μετά την μεγάλη της ήττα.
Στην ποίηση κυρίαρχο πρόσωπο, που εκφράζει έναν πεσιμισμό (απαισιοδοξία) είναι ο Κ. Καρυωτάκης. Στη διηγηματογραφία θα αναφέραμε τον Δημοσθένη Βουτυρά.

Η Γενιά του '30 (1930)

Μια νέα γενιά λογοτεχνών, ένα νέο ρεύμα αρχίζει να μορφοποιείται μετά το 1930. Ώριμα τα λογοτεχνικά πράγματα στην Ελλάδα, καθιερωμένη η δημοτική στους λογοτεχνικούς κύκλους. Οι επαφές με την Ευρώπη και την Αμερική δίνουν μια νέα ώθηση στη λογοτεχνία
Ποίηση: γενάρχης αυτής της γενιάς θεωρείται ο Γιώργος Σεφέρης (βραβείο Νόμπελ Ποίησης το 1963), σημαντικός ποιητής και διανοούμενος με εκτόπισμα πνευματικό σ' όλη την Ευρώπη κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Η γενιά όμως αυτή έδωσε τους αξιολογότερους ποιητές πέραν του Σεφέρη: Γιάννης Ρίτσος, Οδ. Ελύτης (βραβείο Νόμπελ Ποίησης το 1979), Νικηφόρος Βρετάκος, Γιώργος Σαραντάρης, και οι υπερρεαλιστές ποιητές Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος.
Πεζογραφία: και εδώ έχουμε πολύ μεγάλα ονόματα. Με ανανεωμένη θεματογραφία, υλικό από τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, αλλά και αφορμές από τα μεγάλα γεγονότα της φυλής (π.χ. Μικρασία και καταστροφή) οι πεζογράφοι αυτής της γενιάς δίνουν απαράμιλλα έργα.
Φ. Κόντογλου, Θρ. Καστανάκης, Στρ. Μυριβήλης, Ηλ. Βενέζης, Γ. Θεοτοκάς, Μ. Καραγάτσης, Αγγ. Τερζάκης, Π. Πρεβελάκης.



Μεταπολεμική ποίηση και πεζογραφία

Α. Ποίηση

Η πρώτη μεταπολεμική γενιά στην ποίηση είναι προφανές ότι επηρεάστηκε από γεγονότα του πολέμου και της κατοχής στην Ελλάδα.
Μια τάση αυτής της γενιάς είναι η αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση. Γνωστοί ποιητές αυτής της γενιάς: Μανόλης Αναγνωστάκης (πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνική και πολιτική ποίηση), Τάσος Λειβαδίτης, Γιώργος Σινόπουλος, Τίτος Πατρίκιος, Γιώργης Παυλόπουλος).
Μια άλλη τάση αυτής της γενιάς είναι η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση. Οι ποιητές αυτοί εδώ θεωρούνται συνεχιστές των υπερρεαλιστών Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου [ υπερρεαλισμός: ποιητικό ρεύμα που υπερπηδά τον ρεαλισμό και στηρίζεται στην αυτόματη γραφή και τον συνειρμό]. Εκπρόσωποι: Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Δ. Π. Παπαδίτσας, Μίλτος Σαχτούρης.
Στην πεζογραφία ονόματα όπως ο Στρατής Τσίρκας, η Διδώ Σωτηρίου, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Κ. Ταχτσής, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Τόλης Καζαντζής, ο Νίκος Κάσδαγλης, ο Ανδρέας Φραγκιάς, ο Αλεξ. Κοτζιάς, ο Δημ. Χατζής κ.α. δίνουν μια νέα ώθηση στην ελληνική πεζογραφία.
Κυριαρχούν διάφορες τάσεις:
Η πρώτη είναι ο ρεαλισμός, η απεικόνιση της σύγχρονης Ελλάδας, μετά τα σκληρά χρόνια του πολέμου, τη κατοχής και του εμφυλίου. (Νίκος Κάσδαγλης, Κ. Ταχτσής, Αλεξ. Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Δημ. Χατζής)
Η δεύτερη είναι των κοινωνικών και πολιτικών προβληματισμών (Κ. Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Στρατής Τσίρκας, Μ. Αλεξανδρόπουλος, Σπ. Πλασκοβίτης, Άρης Αλεξάνδρου κ.α).
Η τρίτη τάση είναι της φυγής από την πραγματικότητα (λυρική πεζογραφία του κλειστού χώρου). Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τατιάνα Γκρίτση- Μιλλιέξ, Κώστας Στεργιόπουλος, Εύα Βλάμη, Άγγελος Βλάχος, Γαλάτεια Σαράντη.
Νέες εκφραστικές αναζητήσεις: κυρίως η ομάδα των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης με χαρακτηριστικά, τον εσωτερικό μονόλογο, το εξομολογητικό ύφος, την ανατρεπτικότητα, το παράλογο, τις κωμικές καταστάσεις: Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Δέλιος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γιώργος Βαφόπουλος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Δημήτρης Δημητριάδης, ενώ στη Χαλκίδα έχουμε τον Γιάννη Σκαρίμπα.




Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά

Σε δύσκολες περιόδους για την Ελλάδα και τον κόσμο γεννιέται μια νέα γενιά λογοτεχνών.
Στην ποίηση κυριαρχεί η διάψευση των οραμάτων και η στροφή στη διερεύνηση του εσωτερικού κόσμου. Ονόματα: Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, Νίκος- Αλέξης Ασλάνογλου, Κική Δημουλά, Μάνος Ελευθερίου, Ανέστης Ευαγγέλου, Βασίλης Καραβίτης,Μάρκος Μέσκος, Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Στην πεζογραφία κυριαρχούν ποικίλες αναζητήσεις (ελεύθερη γραφή, ιστορικές αφορμές, ιδεολογικά κείμενα, στο κέντρο της γενιάς αυτής βρίσκεται και η δικτατορία του 1967 -1974, όπως και το Πολυτεχνείο). Ονόματα: Μάριος Χάκκας, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Θανάσης Βαλτινός, Χριστόφορος Μηλιώνης, Γιώργος Χειμωνάς, Ευγενία Φακίνου, Άρης Φακίνος, Άλκη Ζέη, Μάρω Δούκα, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Γιάννης Πάνου, Ρέα Γαλανάκη.

Η Γενιά του '70 (1970)

Η τελευταία γενιά λογοτεχνών που κωδικοποιείται σήμερα. Είναι η γενιά που υπάρχει σήμερα στα γράμματα.
Ποίηση: χωρίς η γενιά αυτή να έχει συγκλονιστικά βιώματα (πόλεμοι κλπ) στρέφεται στην παλιότερη ποιητική παράδοση.
Ονόματα: Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Βαρβέρης, Μιχάλης Γκανάς, Γιάννης Κοντός, Χριστόφορος Λιοντάκης, Τζένη Μαστοράκη, Κώστας Παπαγεωργίου Λευτέρης Πούλιος, Γιάννης Υφαντής, Αντώνης Φωστιέρης, Μίμης Σουλιώτης.
Πεζογραφία: αρκετά αξιόλογα τα ονόματα: Σωτήρης Δημητρίου, Δημήτρης Νόλλας, Γιώργος Μιχαηλίδης, Νίκος Χουλιαράς, κ.α.
Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει η ομάδα των Μανόλη Ξεξάκη, Ηλία Κουτσούκου, Πάνου Θεοδωρίδη, κ.α.



Οι Τωρινοί

Στην τρέχουσα πεζογραφία ακούγονται και συζητιούνται τα ονόματα των εξής : Νίκος Θέμελης, Ρέα Γαλανάκη, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Ιωάννα Καρυστιάνη, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Νίκος Παπανδρέου, Κατερίνα Ζαρόκωστα, Μισέλ Φάϊς, Ζυράννα Ζατέλη, Θ. Γρηγοριάδης κ.α.
Στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, η Σοφία Νικολαΐδου, ο Σάκης Σερέφας, κ.α.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

ΓΙΑΤΙ ΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ;

Τι θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις; Το διαχρονικά αμήχανο ερώτημα των μεγάλων προς τα παιδιά έχει γίνει πια επίκαιρα αμείλικτο. Τι μπορείς να γίνεις ή (καλύτερα) τι σου επιτρέπεται να γίνεις, όταν μεγαλώσεις! Η μικρή αυτή τροποποίηση στη διατύπωση ενός ερωτήματος απεικονίζει τη μεγάλη αλλαγή στη ματιά της κοινωνίας μας την τελευταία εικοσαετία.
Τι μπορούμε πια να πούμε στα παιδιά μας. Στη γενιά μας οι μεγαλύτεροι συμβούλευαν να παλαίψουμε, να κοπιάσουμε, να μάθουμε, να διεκδικήσουμε το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Τους ακούσαμε, δεχθήκαμε την πρόκληση και κάναμε αυτό που θεωρούσαμε συμφέρον και σωστό για τη ζωή μας και το μέλλον μας.
Τώρα ήρθε η σειρά μας να συμβουλεύσουμε τα παιδιά μας. Τι μπορούμε πια να πούμε στα παιδιά μας. Διαμορφώθηκε ερήμην τους μια κοινωνία που δεν μπορεί να δείξει σχεδόν πουθενά. Να σηκώσεις το χέρι σου και να δείξεις. Ναι, αλλά προς ποια κατεύθυνση; Λέμε λοιπόν και μεις το ίδιο μάθημα στα παιδιά μας (αυτό που είπαν οι πατεράδες μας σε μας).
Ωθούμε τα παιδιά μας να διαβάσουν, να πάρουν πτυχία ξένων γλωσσών, να τελειώσουν το πανεπιστήμιο, τα μεταπτυχιακά. Τι θα κερδίσουν από όλα αυτά; Ένα θλιβερό μηδέν. Νέοι επιστήμονες με όρεξη για ζωή, μένουν χρόνια άνεργοι, ανένταχτοι κοινωνικά, στο περιθώριο μιας κοινωνίας που αυτάρεσκα «κτίζεται» για να βολέψει τις «καθεστηκυίες» ηλικίες, όπως θα έλεγε κι ο Θουκυδίδης. Η κοινωνία αυτή (και η πολιτεία) δεν τους δίνει το δικαίωμα να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να ελπίσουν. Νέα παιδιά, που φθάνουν τα τριάντα τους, δεν μπορούν να αισθανθούν ότι μπαίνουν στο γήπεδο της ζωής και παίζουν κι εκείνοι το ρόλο τους στην εξέλιξη του αγώνα. Νιώθουν αποτυχημένοι, απορριπτέοι, από μια κοινωνία που επενδύει στο μοντέλο του «επιτυχημένου».
Λέμε ακόμα στα παιδιά μας να είναι τίμια, ειλικρινή, να μη στηρίζονται στις πλάτες άλλων, να μην εκμεταλλεύονται τον κόπο των άλλων. Αντ’ αυτών των νουθεσιών τι βλέπουν τα παιδιά μας; Παιδεία καθημαγμένη και αναποτελεσματική. Πολιτικούς βουτηγμένους στην ασυδοσία, τον νεποτισμό και την ανεντιμότητα. Καταχραστές του δημόσιου κόπου. Επίορκους δικαστές, εμπλεκόμενους σε παραδικαστικά κυκλώματα, αρνητές της ιδέας της καθαρής και αδέκαστης δικαιοσύνης. Μοναχούς και ιερωμένους σκανδαλίζοντες με ανίερες οικονομικές συναλλαγές, με συμμετοχή σε σεξουαλικά σκάνδαλα και ηλεκτρονική πορνογραφία. Σε ποιον να ακουμπήσουν οι νέοι τη διάθεσή τους, την ανυστεροβουλία τους;
Ανοίγουν την τηλεόραση για να ξεδώσουν από τον καθημερινό Γολγοθά τους (λένε ότι οι Έλληνες μαθητές εργάζονται σκληρότερα από οποιονδήποτε μαθητή σε όλη την Ευρώπη) κι έρχονται αντιμέτωποι με την πιο άθλια πραγματικότητα. Άνθρωποι που ληρούν ανενδοίαστα, με ανεκδιήγητη ελαφράδα. Εκπομπές με πολιτισμικό μέσο όρο κάτω του μετρίου. Ευτέλεια, υποκρισία, ψευτοπροοδευτικότητα, ανύπαρκτη αισθητική, να τι εισπράττουν οι μαθητές μας, όταν αποφασίζουν να ανοίξουν την τηλεόραση.
Τους λέμε ν’ αγαπήσουν, να ερωτευτούν γνήσια, όχι ψεύτικα-κάλπικα. Ποια είναι η πραγματικότητα όμως; Μια κοινωνική ζωή γεμάτη υποκρισία, ζωή συμβάσεων και δήθεν. Η αγάπη ως αρετή εντελώς κατεστραμμένη και ποδοπατημένη. Ο έρωτας, πληγωμένος, ενταγμένος στο κανάλι του συμφέροντος, του εγωϊσμού, της φιλαυτίας. Αντ’ αυτού στα ύψη η αποθέωση της σάρκας, του σεξισμού, της ελαφράδας. Κτίζονται έτσι ανθρώπινες σχέσεις; Τι καλούμε να εισπράξει ο νέος; Μια κοινωνία αποδιοργανωμένη, χωρίς κοινωνικό ιστό, βουτηγμένη στον άκρατο ατομικισμό, στην αποθέωση του εγώ.
Έχουν δίκιο να οργίζονται οι νέοι μας; Ποιος από εμάς τους μεγαλύτερους είναι έτοιμος να απαντήσει σ’ αυτό το κρίσιμο ερώτημα; Με το χέρι στην καρδιά. Νιώθω όμως ότι κάποιοι παραείναι έτοιμοι να λοιδορήσουν τη νέα γενιά: γενιά τεμπέληδων, χωρίς όνειρα, χωρίς πολιτική ευαισθησία, η γενιά που τα έχει όλα.
Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Οι νέοι, που τα έχουν όλα, αλλά δεν έχουν τίποτε, όπως λέει κάπου η Ρέα Γαλανάκη. Οι νέοι μας είναι αυτό που είναι πάντα και σε κάθε εποχή οι νέοι: ανυστερόβουλοι, έντιμοι, ειλικρινείς, ανοιχτοί στη γνώση, με θέληση να πετύχουν το καλύτερο για τη ζωή τους. Αυτό είναι το πρωτογενές υλικό τους. Τα υπόλοιπα οφείλει να τα προσφέρει η κοινωνία και η πολιτεία: όραμα, ελπίδα, προοπτική, δικαίωμα στο όνειρο, συλλογικό και προσωπικό. Τα δίνουμε; Ιδού το ερώτημα. Έχω την πεποίθηση πως όχι, δεν τα δίνουμε. Και το χειρότερο είναι πως οι νέοι το ξέρουν. Γνωρίζουν ότι ήραμε την εμπιστοσύνη μας προς ό,τι έχουν τη δύναμη να καταφέρουν. Και με κοινωνικό αυτισμό προς τη μεριά των νέων δεν χτίζεται μέλλον.
Ας γίνουμε, έστω και για μια φορά, ειλικρινείς: οι νέοι, έχουν το δικαίωμα του λάθους. Κι όταν κάνουν λάθος, οφείλουμε να τους βοηθάμε να το διορθώνουν κι όχι να τους κατακεραυνώνουμε με εισαγγελικό ύφος. Εκείνοι που δεν έχουμε δικαίωμα στο λάθος είμαστε εμείς, οι μεγάλοι: γονείς, δάσκαλοι, πολιτικοί, δικαστές, ιερωμένοι, επιστήμονες.
Ένα λάθος μπορούμε να χρεώσουμε στους νέους: το θανάσιμο αμάρτημα της οργής, κατά τον ιερό Αυγουστίνο. Οι νέοι μας οργίζονται. Οργίζονται για μια κοινωνία που είναι αυτό που δεν έπρεπε να είναι. Οργίζονται για αυτά που έπρεπε να έχουν, μα δεν τους επιτρέπουμε να έχουν. Οργίζονται για αυτά που δεν έπρεπε να βλέπουν, μα που τους αναγκάζουμε να βλέπουν. Οργίζονται…
Κι η κοινωνία τους πληρώνει πολύ σκληρά γι’αυτό: σκοτώνοντας τους ίδιους, σκοτώνοντας τα όνειρά τους…
Ποιος απ’όλους διαπράττει το πιο θανάσιμο αμάρτημα;

Γρηγόρης Κοντός